meallamatia.blogspot.gr

meallamatia.blogspot.gr

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

ΣΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ Ο ΜΗΤΡΟΠΑΡΑΠΑΝΟΣ

Του Βαγγέλη Αυγουλά
Ναι, με το Μητρο-παραπάνω έσπαγε «το μπουζούκι του Νικόλα» τέτοια φωνάρα σαν του Δημήτρη, μοναδικά φάλτσος, το δήλωνε και μόνος του. Και μοναδικά απολαυστικός!
Τώρα των αγγέλων τα μπουζούκια θα γεμίζουν συνέχεια αφού έκλεισαν για «Των Αιώνων την Παράγκα» το καλύτερο όνομα. Και η Ρόζα θα βρει τον φύλακα άγγελο της επιτέλους, τόσα χρόνια της έκανε καμάκι στη Γη και αυτή ποτέ δεν του απάντησε «Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία»;
Και εδώ κάτω, «Η Εθνική μας Μοναξιά» θα’ναι πια μεγαλύτερη αφού «Καλοκαίρια και Χειμώνες» θα περιμένουμε να ξαναφανεί ο Μητροπάνος στην πίστα, αλλά μάταια…
«Στον δρόμο που μαχαίρωσαν τη Στέλλα» ελέω οικονομικής κρίσης δε θα μπορεί πια να βγει κανείς μας «παίρνοντας το αμάξι του και στην τσέπη χαρτζιλίκι». Τι κι αν «στα Λαδάδικα πουλάνε αυτό που θες», αφού σήμερα δε μπορεί κανείς να αγοράσει τίποτα, κι ο Μητροπάνος ξεκίνησε «Παρέα Μ’έναν Ήλιο» το ταξίδι του για «του Παραδείσου τα μπουζούκια» και στην πορεία ίσως βρει και τα Κύθηρα, γιατί του αξίζει για τις μυριάδες στιγμές κεφιού που χάρισε τόσα χρόνια σε γενιές και γενιές.
Και αν «ο κυρ-Θάνος πέθανε παραπονεμένος», ευτυχώς ο Δημήτρης πέθανε ήσυχος, αθόρυβα, Κύριος και τιμητής του λαϊκού τραγουδιού ως την τελευταία στιγμή.
«Αλίμονο σ’αυτούς που δεν αγάπησαν» και Αλίμονο και σ’εμάς που θα πρέπει να συνηθίσουμε τέτοια απουσία, αλλά τι να κάνουμε «αφού στον Όλυμπο οι Θεοί το αποφασίσανε» και του έδωσαν «Ένα Ποτήρι Θάνατο» να πιεί…
Εκεί ψηλά, «Στης Ψυχής το Παρακάτω», αφήνοντας πίσω του τα «Τσιμεντένια Πρόσωπα», καπνίζοντας «λίγο πράσινο Κιφ Μαροκινό» «Για την Καρδιά ενός Αγγέλου» που «θ’αναζητά στη Σαλονίκη ξημερώματα», θα βλέπει τη θλίψη για το χαμό του στην ψυχή των Ελλήνων και μάλλον θα’χει αναθεωρήσει κιόλας το «Εμένα Δε Μ’Αγάπησε Κανείς» που έλεγε. Από κει ψηλά, θα μας θυμίζει «Στα Νυχτέρια Μας» και «Τα Πικροσάββατα» πως «Υπάρχει και το Ζεϊμπέκικο».
Μα είμαι σίγουρος πως και από τον άλλο κόσμο που τον πήγε «ο Χάρος που βγήκε Παγανιά», αυτός θα «γυρίζει απ’τη Νύχτα» αφού θα’χει σεργιανίσει κάτω από τα «δίδυμα φεγγάρια» έχοντας θυμηθεί την «Αγέννητη Αγάπη» του και ως «Παλιόπαιδο» που δήλωνε, θα ταράζει τις ώρες κοινής ησυχίας φωνάζοντας μας «Άκου, Έχω φωνή» και θα σπάει «Της Νύχτας τα Ηχεία», χωρίς πια να περιμένει κανέναν να του δείξει «το δρόμο που θα βαδίσει».
Καλό ταξίδι Δημήτρη
Κι εμείς εδώ θα «Σ’Αγαπάμε Ακόμα» και αν δε μπορέσαμε να κάνουμε κάτι να χάσεις το τρένο. «Σ’Αγαπάμε σαν αμαρτία» και χορεύουμε «Τα Κόκκινα τα Μπλουζ» για πάρτι σου, αλλά και κάθε «Πρώτο Φθινόπωρο», «Μ’Ένα Παράπονο», θα μας μένει η απορία «Πόσο Κοστίζει Μια Παράβαση του Νόμου»; Και σε κάθε «Στοίβα Καλαμιές», θα καίμε «Του Διαβόλου το Κιτάπι», «Στα Τρελά Μας Όνειρα Δοσμένοι, Πάντα Γελαστοί και Γελασμένοι»……
(ακολουθεί απόσπασμα από το www.newsit.gr)
Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1948 στην Αγία Μονή, λίγο έξω από τα Τρίκαλα. Ήταν παντρεμένος με τη Βένια, τον φύλακα άγγελό του ως την τελευταία στιγμή. Είχαν δυο κοριτσάκια.

Μεγάλωσε χωρίς πατέρα. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον ανταρτοπόλεμο. Αλλά τότε, έφτασε στα χέρια του ένα γράμμα, σύμφωνα με το οποίο ο πατέρας του ήταν ζωντανός και ζούσε στη Ρουμανία. Το γνώρισε 13 χρόνια αργότερα.

Έζησε δε δύσκολες οικονομικά εποχές. Από πολύ μικρός τα καλοκαίρια δούλευε για να βοηθήσει οικονομικά τη μάνα του. Πρώτα σαν σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του ύστερα στις κορδέλες κοπής ξύλων. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, κατέβηκε στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Aχαρνών. Πριν καν τελειώσει το γυμνάσιο, άρχισε να δουλεύει σαν τραγουδιστής.

Ο Μπιθικώτσης και ο «δεύτερος πατέρας» ΖαμπέταςΓνώρισε τον μεγάλο Γρηγόρη Μπιθικώτση σε μια εκδήλωση της εταιρίας του θείου του. Εκείνος ήταν που τον έπεισε να πάει στη θρυλική Κολούμπια.

Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα». Τον Ζαμπέτα τον μνημόνευε πάντα ως μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα.
«Είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα», είχε πει κάποτε.

Το 1966 ο Μητροπάνος συναντάται για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύει μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Ένα χρόνο μετά, ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι "Θεσσαλονίκη". Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού "Χαμένη Πασχαλιά", το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ.

Χρονολογία σταθμός το 1972 όταν ο Δήμος Μούτσης και ο Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορούν τον «Άγιο Φεβρουάριο», με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, σηματοδοτώντας ένα σταθμό στην ελληνική μουσική.

Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Τάκης Μουσαφίρης ("Εμείς οι δυο" κ.α.), Χρήστος Νικολόπουλος ("Πάρε Αποφάσεις" σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός ("Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό") ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά. Είχε πει ότι η καλύτερή του δουλειά ήταν ο δίσκος που έκανε με τον Θάνο Μικρούτσικο (με στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη) «Στου αιώνα την παράγκα».

"Η εκδρομή" του Γιάννη Μηλιώκα, το οποίο γράφτηκε για την επιστροφή του ερμηνευτή στη δισκογραφία μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Από τις πιο πρόσφατες δισκογραφικές δουλειές του Δημήτρη Μητροπάνου, είναι η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας του στο Ηρώδειο (Σεπτέμβριος 2009), αποτελούμενη από 2 CD με τον τίτλο "Τα τραγούδια της ζωής μου".


Η φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου είναι ο μελωδικός «τόπος» όπου συναντήθηκε ένα ρεύμα του λαϊκού τραγουδιού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά από τη μια, με τραγούδια των οποίων οι στίχοι κυρίως και η μουσική σαφώς διαφοροποιούνταν από τη θεματολογία του κλασικού λαϊκού τραγουδιού.

Σε αυτή την συνάντηση η φωνή του καλλιτέχνη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο γιατί από τη μια προσέλκυσε στιχουργούς και συνθέτες να γράψουν γι’ αυτή την φωνή με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι μέχρι τότε, ενώ από την άλλη μπόλιασε με την δωρική λιτότητα του κλασικού λαϊκού τραγουδιού το οποίο είχε επηρεάσει τον Μητροπάνο, νέες μορφές στιχουργικής και σύνθεσης.

Με την φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου έρχεται λοιπόν στο προσκήνιο ένα νέο και διαφορετικό είδος τραγουδιού μέσα στο οποίο συντίθεται αρμονικά το λαϊκό τραγούδι και η μπαλάντα. Αυτό το νέο και διαφορετικό είδος τραγουδιού διαδραμάτισε ιδιαίτερα στην δεκαετία του ’90 σοβαρό ρόλο στο ελληνικό τραγούδι, δίνοντάς μας μερικά υπέροχα τραγούδια, τα οποία εκτός των άλλων φέρουν και την προσωπική ερμηνευτική σφραγίδα του Δημήτρη Μητροπάνου και εκτιμάμε ότι δύσκολα θα ερμηνευθούν έτσι από άλλον.

H Ρόζα


Ρόζα, θα μπορούσε να είναι το όνομα μιας δεκαετίας ολόκληρης, μιας δεκαετίας που μας κοίταζε να γυρεύουμε στην άσφαλτο νερό. Ρόζα, το όνομα της κοριτσιού που ψάχναμε σε δρόμους που είχαν αλλάξει όνομα για να του εξομολογηθούμε τον έρωτά της. Ενός έρωτα που δεν ήταν από ζάχαρη, ενός έρωτα απελπισμένου. Ρόζα θα μπορούσε να είναι το όνομα του ονείρου σε εποχές που τα περάσματα στενεύουν. Ρόζα όμως θα μπορούσε να είναι και το όνομα της ελπίδας, το όνομα μιας χώρας φωτεινής και ανθρώπινης, ενός άλλου τόπου. Ρόζα θα μπορούσε να είναι το όνομα της ανάγκης που γίνεται ιστορία.

To 1996 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Στου Αιώνα την παράγκα» με μελοποιημένους στίχους ποιητών από τον Θάνο Μικρούτσικο και ερμηνευτή τον Δημήτρη Μητροπάνο.

Στη φωνή του φτερούγισε και φτερουγίζει το πείσμα όσων ήθελαν και θέλουν να ζήσουν κόντρα στους δύσκολους καιρούς.

Στη φωνή του το λυτρωτικό δάκρυ ανεβαίνει ως την άκρη του ματιού, αλλά δεν πέφτει για να μην το πατήσουν οι αδιάφοροι περαστικοί.

Στη φωνή του το λυτρωτικό δάκρυ ανεβαίνει ως την άκρη του ματιού, και κυλάει ελεύθερα και λυτρωτικά όταν είσαι μόνος με τον εαυτό σου, οδηγώντας νύχτα στην ευθεία Κατερίνη-Θεσσαλονίκη.

Στην φωνή του ακούμπησε η μοναξιά του εσωτερικού μετανάστη, η μοναξιά του έρημου δρόμου χωρίς διαβάτες, το γερμανικό νούμερο του φαντάρου, το τελευταίο σφύριγμα βράδυ Κυριακής του τραίνου που φεύγει από τον επαρχιακό σταθμό.

Το δικό του «αχ» περισσότερο από τον λυγμό του καημού είναι ένα όπλο για να προχωρήσουμε με το κεφάλι ψηλά και την αξιοπρέπεια αλώβητη.

Γνώρισε τον κατατρεγμό, την φτώχεια και την βιοπάλη, γνώρισε την αγάπη της λαϊκής οικογένειας που κόντρα σε όλους τους καιρούς ήταν απάγκιο για τα παιδιά της.

Γνώρισε, έζησε, πείσμωσε, και γι’ αυτό τραγούδησε έτσι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου