Αφελληνίζοντας την Ελλάδα και
τη γλώσσα μας.
Του Δημήτρη
Κωνσταντάρα
Όσο και
όσα χρόνια κι αν έχω προσπαθήσει σκληρά να προσαρμοστώ στις κοινωνικοπολιτικές
εξελίξεις, να ενσωματωθώ σε καινούργιες νοοτροπίες και να «συμπλεύσω» - για
πρακτικούς κυρίως λόγους- με τα νέα «κρατούντα» στις συμπεριφορές
και τις μεθόδους που υιοθετήθηκαν κυρίως από την αρχή της
δεκαετίας του ’90, της Παγκοσμιοποίησης δηλαδή, αλλού
τα κατάφερα κι αλλού όχι.
Πολύ γρήγορα
αντικατέστησα τη γραφομηχανή μου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, σχεδόν αμέσως
έβαλα στη ζωή μου το «ελεύθερο ραδιόφωνο» και το κινητό τηλέφωνο (
αρκετά νωρίτερα είχα εύκολα δεχτεί τις σούπερ Αγορές και τα πολυκαταστήματα και
είχα… αποχαιρετίσει τα μαγαζάκια της γειτονιάς αλλά και τους «παραδοσιακούς
εκδότες» των εφημερίδων) ταχύτατα είδα μπροστά μου προς
τα πού πηγαίναμε κι άρχισα νωρίς να προσαρμόζομαι στο πλαστικό χρήμα
, την ανάγκη των τραπεζικών συναλλαγών, στην επαγγελματική επιτυχία
αστέρων της τηλεόρασης σε άλλους χώρους και τις αλλαγές στους ήχους και τις
ενορχηστρώσεις της μουσικής.
Να μην πολυλογώ.
Προσαρμόστηκα γρήγορα. Γι αυτό και είχα «διάρκεια». Γι αυτό και δεν
με είπαν ποτέ οπισθοδρομικό, «παλαιοκομματικό», απαρχαιωμένο ή …μούχλα. Αυτό με
το οποίο ουδέποτε συμβιβάστηκα – και δεν θα συμβιβαστώ- ήταν ( και είναι) η
επιπόλαιη, άκριτη , καταστροφική πορεία εξαφάνισης, υποβάθμισης και μετάλλαξης
της Ελληνικής γλώσσας, της ορθογραφίας και του συντακτικού.
Προσπάθησα να το
πολεμήσω με κάθε τρόπο. Με τα άρθρα μου, με τα Δελτία Ειδήσεων και τις εκπομπές
της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου που παρουσίαζα ή έλεγχα, με τα
βιβλία μου, με τις δημόσιες ομιλίες μου.
Απέτυχα. Οι
καινούργιες γενιές, επηρεασμένες από την καθολική σχεδόν δημόσια
υποχώρηση της ταυτότητάς μας, εξαφανίζουν και καταστρέφουν συστηματική τη
γλώσσα μας, τον γραπτό και προφορικό μας λόγο, την ομορφιά του ήχου της, τη
μαγεία των συνειρμών της, τη μεγαλοσύνη των ποιητών μας.
Και προ ημερών,
διαβάζοντας στο
http://koukfamily.blogspot.gr/ το
άρθρο με τίτλο « Η ελληνική γλώσσα είναι πρώτα δουλειά της Μάνας» του δασκάλου
από το Κιλκίς Δημήτρη Νάτσιου, βασισμένο σε σκέψεις και φράσεις του σπουδαίου
ποιητή Βασίλη Ρώτα, πήρα μερικές απαντήσεις που δυστυχώς επιβεβαιώνουν τις
πεποιθήσεις αλλά και «γλυκαίνουν» κάπως τον πόνο μου.
Διαβάστε λίγο :
- Ναι,
ίσια ίσια αυτό θέλουμε κι εμείς, να μπούμε στη χορεία των εθνών και στο δρόμο
του πολιτισμού. Αλλά πώς να μπούμε και πως να προχωρήσουμε, αν όχι με τα δικά
μας πόδια; Πώς θα μας αγκαλιάσουν τα άλλα έθνη, αν δεν έχουμε δικιά μας αξία,
για να συμβάλουμε κι εμείς στο γενικό καλό;
- Κι
από πού θα τη βγάλουμε αυτή την αξία, αν δεν εκμεταλλευτούμε τον φυσικό πλούτο
της χώρας μας και δεν καλλιεργήσουμε τους υλικούς και πνευματικούς θησαυρούς
μας;
- Να
ξεριζώσουμε… λοιπόν τ’ αμπέλια και τις ελιές για να φυτέψουμε καφέδες και
μπανάνες; Κάθε τόπος έχει και τον τρόπο που προκόβει, καλλιεργώντας
εκείνο που προσφέρεται στην ζωή του. Γιατί τότε αναπτύσσει τον πλούτο τον δικό
του, υλικό και πνευματικό και αποκτά δύναμη και λευτεριά, που μόνον αυτή
προκόβει τους λαούς.
Με πολύ απλό
τρόπο, ο δάσκαλος απ΄ το Κιλκίς τοποθετεί το μέγα πρόβλημα αφελληνισμού της
Ελλάδας, διευκρινίζοντας ότι « το προηγηθέν κείμενο δεν είναι κάποιου
εκπροσώπου της «αντίδρασης» ή της πάλαι ποτέ επαράτου, αλλά του ποιητή Βασίλη
Ρώτα, ο οποίος πολέμησε και τραυματίστηκε στην ένδοξη μάχη του Κιλκίς. Υπήρξε
κομμουνιστής, αριστερός, αλλά δεν του έλειπε η φιλοπατρία και το σέβας στην
εθνική μας παράδοση».
Διαπιστώνει ο κ.
Νατσιος : « Είμαι σίγουρος πως αν το διαβάσει κάποιος νέος «κουκουές» το
κείμενο αυτό, χωρίς να του αποκαλύψεις την ταυτότητα του συγγραφέα, θα το
κατατάξει στα εθνικιστικά. Αλλά «ήταν τότε που οι άνθρωποι έζων δι’ εν έπαινον
και πέθαινον δι’ ένα τραγούδι» όπως έλεγε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας.
Μετά τονίζει:
- Έχουμε
το πιο πλούσιο και όμορφο μεταλλείο. Το κελάρι του πατρογονικού μας σπιτιού
είναι γεμάτο από τα καλούδια της εξαίσιας παράδοσής μας, χάσαμε όμως το κλειδί
και ωσάν τον Άσωτο της παραβολής λιμοκτονούμε. Και βρεθήκαμε-ποιοί; εμείς οι
Έλληνες- εκτός της ιστορίας. Έρχονται μάνες στο σχολείο και εκφράζουν την
αγωνία τους για την υστέρηση, την σχεδόν αδυναμία να εκφραστούν γραπτώς τα
παιδιά τους, οι μαθητές μας. Έχουν δίκιο, έτσι είναι τα πράγματα. Τις πταίει,
όμως;
Και μετά απαντά:
- Απαντώ
δανειζόμενος λόγια του Σπύρου Μελά, ο οποίος σε κείμενο γραμμένο το 1950, όταν
ακόμη οι μάνες δεν είχαν «εξευρωπαϊστεί» και το γάλα τους δεν είχε ξινίσει,
έλεγε:
«Αλλά παιδεία θα
ειπεί γλώσσα. Και η ελληνική γλώσσα είναι πρώτα δουλειά της Μάνας. Οι μαστοί
της είναι τρεις. Οι δύο για το γάλα και ο τρίτος το στόμα της, η λαλιά της, η
γνήσια και άδολη πηγή της γλώσσας. Αγράμματη, αμόρφωτη, πες ό,τι θέλεις. Είναι
όμως κεφαλάρι αστείρευτο βαθύτατης και φυσικής σοφίας».
Και στο τέλος,
μας τιμωρεί:
- Ποια
μάνα σήμερα μεταβιβάζει με το στόμα της, στο παιδί της, την μακραίωνη παράδοση
του λαού μας; Ποιά το νανουρίζει; (Τα τρισάθλια βιβλία Γλώσσας, όπως έχω
γράψει, ζητούν από τα παιδιά να γράψουν ένα νανούρισμα για χταπόδια, στο
Ανθολόγιο Γ’-Δ’ Δημοτικού). Όλοι ξεκινούν με την εξής στερεότυπη φράση: «Κύριε,
είδα… διάβασα… άκουσα στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο….
Σ΄ευχαριστώ δάσκαλε. Πόσα
παιδιά… πόσες χιλιάδες… δεκάδες χιλιάδες παιδιά μας θάπρεπε να σε είχαν δάσκαλο!