Τα τελευταία χρόνια, ανάμεσα σε ανέμπνευστα δελτία τύπου κομμάτων και την στατιστική της εξαθλίωσης, μου φαίνεται ότι το πιο συναρπαστικό κομμάτι αυτής της δουλειάς είναι οι ωραίες ιστορίες. Τις ψάχνω, θέλω να τις βρω, να τις ακούσω, να τις γράψω. Όχι αυτές που είναι πολύ φαντασμαγορικές και εξωτικές. Τις άλλες που είναι πιο οικείες, που εξελίσσονται ανάμεσά μας και παραμένουν κρυμμένες κάτω από τη σκιά μιας αγχωμένης, εξατομικευμένης και συχνά κοντόθωρης καθημερινότητας. Ιστορίες απλών ανθρώπων που αγαπούν τη ζωή, που χαίρεσαι όταν τους γνωρίζεις και περνάς καλά μαζί τους, επειδή μέσα από τη δική τους εμπειρία σου λένε κάτι για σένα και ανοίγουν λίγο το βάθος του ορίζοντα που βλέπεις. Τέτοιοι είναι ο Ανδρέας και η Βασιλική και σήμερα θα σας πω τη δική τους ιστορία, όπως μου τη διηγήθηκαν.
Ο Ανδρέας Κολίσογλου, είναι 40 ετών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πετρούπολη και αντιμετωπίζει εκ γενετής ένα πρόβλημα κινητικής αναπηρίας, εξαιτίας του οποίου είχε υποστεί bullying στο σχολείο. Σπούδασε ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και σήμερα εργάζεται ως ψυχολόγος και χορευτής. Συμμετέχει σε πολλές ομάδες χορού και παραδίδει σεμινάρια χορού στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση. Ενδεχομένως, στην κοινωνική συνείδηση η ιδιότητα της αναπηρίας και του χορευτή να φαντάζει ασύμβατη και αντιφατική, αφού η αναπαράσταση του χορού είναι συνυφασμένη με τη νόρμα του «τέλειου» σώματος, ενός σώματος λευκού, αδύνατου, ευθυτενούς και αρτιμελούς. Το σώμα που αποκλίνει από αυτό το πρότυπο δεν μπορεί να νοείται ως ένα σώμα που χορεύει. Στην πραγματικότητα, ο χορός είναι μια μορφή Τέχνης, μια μορφή έκφρασης και ως τέτοια θα όφειλε να είναι απαλλαγμένη από καταναγκασμούς και στερεότυπα.
«Με τον χορό ασχολούμαι από το 2002. Ξεκίνησα ανάποδα, πρώτα έκανα παραστάσεις και μετά μαθήματα. Ζήτησαν ένα άτομο με αναπηρία –τη δεκαετία του 2000 ήταν της μόδας να ζητούν χορευτές με αναπηρία, για να δείξουν κάτι διαφορετικό– και πήγα. Οι άνθρωποι με αναπηρία συνήθως σκέφτονται ότι ο χορός δεν είναι γι΄ αυτούς. Δεν τους περνάει από το μυαλό. Γι΄ αυτό δεν υπάρχει μεγάλη συμμετοχή, οι ενεργοί χορευτές με αναπηρία στην Ελλάδα είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, καμιά εικοσαριά. Πρέπει να ξεπεράσεις τις αναστολές σου και να τολμήσεις. Εγώ εμφανίστηκα στο θέατρο Πέτρας και χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια, να πάρω κιλά, να δυναμώσουν τα πόδια μου, αλλά το έκανα. Μετά την παράσταση, τα πόδια μου είχαν τερματίσει. Γνωρίζω τα όριά μου. Είμαι της λογικής, όμως, ότι αξίζει να κάνεις κάτι που θες ακόμα κι αν πονέσεις», λέει.
Το 2010, με αφορμή μια παράσταση που ανέβαινε στη Λάρισα, ο Ανδρέας γνώρισε μέσω Facebook τη Βασιλική, φλέρταραν διαδικτυακά, ερωτεύτηκαν, έμειναν μαζί και παντρεύτηκαν. Η Βασιλική Δρίβα είναι 37 ετών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα. Έχει νανισμό. Δουλεύει σε μια δημόσια υπηρεσία στο Κιλελέρ και συνεχίζει μια αξιόλογη διαδρομή στο θέατρο. Οι περισσότεροι τη θυμούνται ως «Αηδόνα» πέρσι στους Όρνιθες στην Επίδαυρο, να αναγγέλλει την κοσμογονία.
Από τις 29 Απριλίου θα συμμετάσχει στην Οπερέττα του Witold Gombrowicz που ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου. «Η εμπλοκή μου με την Τέχνη οφείλεται στον Ανδρέα. Νωρίτερα, δεν είχα καμία σχέση. Ό,τι μου συνέβη ήταν εντελώς τυχαίο. Συνόδευα απλά τον Ανδρέα σε μια οντισιόν, καθόμουν στα σκαλιά και με φώναξαν να μπω μέσα. Η πρώτη παράσταση που συμμετείχα ήταν η Σαλώμη σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου. Έτσι ξεκίνησα τη συνεργασία μαζί του το 2015, μέσα στα capital controls. Δεν είχα διανοηθεί τον εαυτό μου να κάνει κάτι τέτοιο. Μέσα μου ένιωθα ότι μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα, αλλά ντρεπόμουν να τα βγάλω προς τα έξω. Είχα και ένα παραπάνω κόμπλεξ λόγω του νανισμού. Δεν ήθελα να κάνω κάτι που θα αμαύρωνε περισσότερο τη συγκεκριμένη αναπηρία, επειδή στο θέατρο δε της έχουν φερθεί καλά, την παρουσιάζουν χλευαστικά ως καρικατούρα που χωράει μόνο στην επιθεώρηση. Κατάλαβα ότι δε μιλούσαμε σε καμία περίπτωση για κάτι τέτοιο. Μ΄ αρέσει πολύ το θέατρο. Έχει κόπο, βέβαια, ειδικά για μένα που έχω θέματα υγείας, επειδή ο νανισμός έχει παρελκόμενα, αλλά με προσέχουν. Με βοηθάνε να μην κάνω πράγματα που θα με κουράσουν. Ένας άνθρωπος με αναπηρία δεν είναι καθόλου εύκολο να φτάσει στην Επίδαυρο. Δεν υπάρχουν υποδομές, να πας να κάνεις πρόβες, να πας στο καμαρίνι, να ανεβείς ξανά για ζέσταμα κτλ. Όταν μου πρωτοείπαν για την Επίδαυρο, τρόμαξα, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πώς θα φτάσω εκεί. Έγινε όμως. Η παραγωγή ήταν άψογη», εξηγεί.
Ο Ανδρέας και η Βασιλική ζουν μεταξύ Αθήνας και Λάρισας, δουλεύουν, κάνουν πρόβες, συμμετέχουν σε παραστάσεις, ταξιδεύουν. Πηγαινοέρχονται στις δύο πόλεις, όχι με την ίδια αυτονόητη ευκολία που το κάνουν κάποιοι και κάποιες από εμάς. Καταβάλλουν συχνά περισσότερο κόπο ή εφευρίσκουν αυτοσχέδιες λύσεις, για να ξεπεράσουν διάφορα εμπόδια που ξεπετάγονται στον δρόμο, στο λεωφορείο ή το μετρό, στο παρκάρισμα, σε δημόσια κτίρια ή χώρους Τέχνης. Βλέπεις, οι ελληνικές πόλεις δεν είναι φτιαγμένες για όλες τις σωματικές εκφάνσεις. Είναι λες δομημένες για τον αποκλεισμό των ανθρώπων με αναπηρία. Στην Ελλάδα, ο αριθμός των ατόμων με αναπηρία υπολογίζεται -με βάση αναφορές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, καθώς δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή- σε ένα εκατομμύριο. Ωστόσο, η έλλειψη υποδομών καταδικάζει αρκετούς ανθρώπους στην απομόνωση και την απόσυρση. Σύμφωνα με παλιότερες έρευνες για λογαριασμό της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία, τρεις στους τέσσερις αδυνατούν να μετακινηθούν λόγω έλλειψης υποδομών ή κινούνται με πολύ μεγάλη ταλαιπωρία.
«Εγώ είμαι στο ύψος ενός ανθρώπου που κινείται με αμαξίδιο. Στα μισά ασανσέρ δεν μπορώ να πατήσω τα κουμπιά για τους πάνω ορόφους. Αυτό είναι ένα παράδειγμα. Αν σε αφορά και το βιώνεις, είναι μια τρέλα. Ζούμε σε μια κοινωνία που θεωρείται κατόρθωμα το άτομο με αναπηρία να βγει έξω. Η αναπηρία ισούται μ΄ ένα επίδομα. Οι χώροι είναι διαμορφωμένοι πάνω στην υπόθεση ότι θα έχεις πάντα κάποιον μαζί σου, για να σε βοηθάει. Η ανεξάρτητη διαβίωση θεωρείται θράσος. Ήξερα ανθρώπους με νανισμό που έβγαιναν από το σπίτι μόνο με φίλους ή συγγενείς. Φοβούνταν τι θα αντιμετωπίσουν στον δρόμο. Με τον Ανδρέα κάναμε πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσαμε να τα κάνουμε: Ταξιδέψαμε, πήγαμε μήνα του μέλιτος στη Βενετία και αποφασίσαμε να ανέβουμε στη γόνδολα - μας σήκωσε ο βαρκάρης και μπήκαμε», λέει η Βασιλική. «Αν δε μπορείς να πας αξιοπρεπώς στη δουλειά σου, να κυκλοφορήσεις, να ρυθμίσεις τη ζωή σου, περιορίζεται η ορατότητα. Στην Ελλάδα, το 90% των χώρων Τέχνης δεν έχει προσβασιμότητα. Παντού αντικρίζεις την ίδια αδιαφορία, από τα πεζοδρόμια και τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς μέχρι τις τουαλέτες. Θεωρούν ότι το πλακάκι με τις ραβδώσεις είναι για διακόσμηση. Αν δε σε αφορά, δεν το παρατηρείς. Το θεωρείς δεδομένο. Επιπλέον, ο κόσμος έχει άγνοια για το πώς κινείται ένας άνθρωπος με αναπηρία. Μου χει τύχει να έρθουν να με πιάσουν από τα χέρια, επειδή έτσι νόμιζαν ότι με βοηθούν: Εμένα τα χέρια είναι τα πόδια μου, αν τα πιάσεις με δυσκολεύεις πολύ. Από εκεί και πέρα, είναι στοίχημα να μη φοβηθείς να τσαλακωθείς. Εγώ, για παράδειγμα, αν δεν υπάρχει ασανσέρ ή μπάρα δεν ντρέπομαι να κατέβω τα σκαλιά με τα χέρια και να λερώσω τα χέρια μου», συμπληρώνει ο Ανδρέας.
Στις 9 Φεβρουαρίου, με αφορμή και το κείμενο του VICE το κίνημα καλλιτεχνών με αναπηρία πέτυχε μια σημαντική νίκη προς την κατεύθυνση της ισότητας. Μετά από πολλούς αγώνες απαλείφθηκε ο όρος της «αρτιμέλειας» για την εισαγωγή στις ανώτερες δραματικές σχολές. Ωστόσο, η έννοια της «αρτιμέλειας», μεταξικής κληρονομιάς και ευγονικής εμπνεύσεως, έχει ξεμείνει αυτούσια στο Προεδρικό Διάταγμα 372/1983 που ορίζει τις διαδικασίες εισαγωγής στις ανώτερες επαγγελματικές σχολές χορού. Πρόκειται για μια θεσμοθετημένη μορφή ρατσισμού που σε υλικό και συμβολικό επίπεδο δεν αναγνωρίζει στους ανθρώπους με αναπηρία τη δυνατότητα να γίνουν επαγγελματίες χορευτές –σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σε πολλές χώρες του εξωτερικού– και φτωχαίνει την ίδια τη συλλογική εμπειρία του χορού ως μορφή Τέχνης, εξοστρακίζοντας το σώμα της ετερότητας. «Το θέμα δεν είναι μόνο ο νόμος, αλλά και η νοοτροπία. Οι κανόνες που αναπαράγονται και ενσωματώνονται από τα ίδια τα υποκείμενα. Αυτό δεν αφορά μόνο την αναπηρία. Μπορεί κάποιος να έχει δυσλεξία ή να έχει περιττά κιλά. Σας θυμίζω, ότι μέχρι πριν από μερικά χρόνια η Σχολή Χορού ζύγιζε τους μαθητές. Υπάρχει ένα κυρίαρχο πρότυπο σώματος που βασανίζει πολλούς
ανθρώπους, δεν έχει να κάνει μόνο με την αναπηρία. Η αναπηρία είναι ένας ακόμη τύπος που δε γίνεται αποδεκτός στην Τέχνη», επισημαίνει ο Ανδρέας. Από αυτόν έμαθα μια ακόμη αποσιωπημένη πτυχή της εγκατεστημένης ανισότητας: «Απαγορεύεται επί της ουσίας σ΄ ένα ζευγάρι που έχουν και οι δύο αναπηρία να υιοθετήσουν ένα παιδί, εκτός ίσως από την περίπτωση που πρόκειται για παιδί με αναπηρία. Θεωρούν ότι δε μπορεί το ζευγάρι να τα καταφέρει», με ενημερώνει.
Ο Ανδρέας δούλεψε πολύ με τον εαυτό του και βρήκε τρόπο να απαγκιστρωθεί από το «πεπρωμένο» που θέλει τους ανθρώπους με αναπηρία αόρατους, κλεισμένους στο σπίτι τους, απλά να υπάρχουν ως αντικείμενα μιας κουτσουρεμένης προνοιακής στρατηγικής που η ύπαρξή τους νοείται μόνο ως επιβίωση, χωρίς περαιτέρω αξιώσεις κοινωνικών, πολιτιστικών, ερωτικών συναλλαγών. Στο σαλόνι του γραφείου του στην Πετρούπολη θυμόταν με λυτρωτικό χιούμορ μια σειρά περιστατικών που αντανακλούν την αμηχανία ή ακόμη και τη γελοιότητα της άγνοιας που διέπει τις κοινωνικές συμπεριφορές για την αναπηρία: «Εγώ, πριν από τη Βασιλική, προσπάθησα να έχω σχέσεις με ανθρώπους χωρίς αναπηρία και ενώ με αποδέχονταν ως χορευτή ή ψυχολόγο, μόλις έμπαινα στο συναισθηματικό κομμάτι έβλεπα ένα πάγωμα. Μπορεί να μην στο έλεγαν χύμα, αλλά εννοούσαν, "τι, έτσι όπως είσαι, θέλεις κάτι παραπάνω;". Σε βλέπουν σαν λούτρινο, δε μπορούν να φανταστούν τη ζωή μαζί σου. Αν κάνεις κάτι παραπάνω , θεωρείται μεγαλειώδες επίτευγμα. Το αντιλαμβάνεσαι πιο καθαρά στους Παραολυμπιακούς Αγώνες. Σε όλους αυτούς τους λόγους περί ηρώων, υπάρχει μια μορφή λανθάνοντος ρατσισμού. Θυμάμαι, το 2010 που έκανα μια χορογραφία για την οικονομική κρίση και όλοι μου έλεγαν μπράβο, όχι για το έργο, αλλά για τη δύναμη ψυχής. Στο περιεχόμενο δεν έδιναν σημασία. Επικεντρώθηκαν στην αναπηρία και έμειναν εκεί. Μα έχει τύχει και το ακόμη πιο εξωφρενικό, να μας προσφέρουν λεφτά. Δηλαδή, αναπηρία ίσον ζητιανιά. Θυμάμαι ότι πήγαινα σε μια αντιπροσωπεία να αγοράσω ένα αυτοκίνητο και με πλησίασε μια κυρία, για να μου δώσει ένα ευρώ. Είπα από μέσα μου ότι θέλω άλλα 12.999 ευρώ».
Ο Ανδρέας, τόσο στη διπλωματική του εργασία όσο και στην πυκνή αρθογραφία του, έχει περιγράψει και κωδικοποιήσει το σχήμα της «Υπεροψίας της Αρτιμελούς Αυτάρκειας», τον ριζωμένο μηχανισμό που εκλαμβάνει την αναπηρία ως μια de facto μειονεκτική οντολογική συνθήκη που δεν μπορεί να ευημερήσει. Αυτή η αντίληψη υπάρχει, είναι διάχυτη και καθρεφτίζεται στα λοξά επίμονα βλέμματα στον δρόμο, στις ανοιχτές προσβολές, στην υποκριτική και ανέξοδη επαναληψιμότητα διαγγελμάτων οίκτου μια φορά τον χρόνο. «Συμβαίνουν πολλά καθημερινά. Εμείς δεν έχουμε μπει ποτέ σε διαδικασία να αντιδράσουμε, αν κάποιος πει κάτι ή κοροϊδέψει. Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν έχει επέμβει ο ένας για τον άλλον, εγώ π.χ. για τον Ανδρέα και ο Ανδρέας για μένα. Δεν παίζει αυτό. Είναι σαν να καταργείς τον άλλον. Με το μόνο που εκνευρίζομαι είναι με μαμάδες που λένε στο παιδάκι τους, "α, κοίτα μια νάνος". Αυτή η γυναίκα εκείνη τη στιγμή μεταδίδει ρατσισμό. Εμένα πλέον μου φαίνεται παράξενο αν δεν κοιτάνε, αναρωτιέμαι τι γίνεται. Πέρσι, κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, έκανα πλάκα, έλεγα σαρκαστικά ότι, αν βγω να περπατήσω με το Σερβετάλη, εμένα θα κοιτάξουν και όχι αυτόν. Ποτέ στη ζωή μου δεν ήθελα να ασχοληθώ με τέτοιες συμπεριφορές. Δεν αξίζει. Μπορείς να βάλεις τον άλλον στη θέση του και με το βλέμμα. Άμα ασχοληθείς κιόλας, θα σε μολύνει. Σ΄ ένα παιδί μόνο έχει νόημα να παρέμβεις και να συζητήσεις, επειδή είναι εύπλαστο ακόμη. Θυμάμαι μια φορά, πήγα να μπω σε μια εκκλησία και ήταν μερικά παιδάκια που με πείραζαν. Τους μίλησα και κατάλαβαν ότι έκαναν βλακεία», λέει η Βασιλική.
Αυτό που εμένα με μαγνήτισε περισσότερο πάνω τους είναι ο δεσμός τους. Είθισται σε επίπεδο αντικατοπτρισμών οι άνθρωποι με αναπηρία να θεωρούνται ασεξουαλικά πλάσματα. Ο έρωτας και η σεξουαλικότητα στην αναπηρία είναι ταμπού. Ο Ανδρέας και η Βασιλική είναι ένα ωραίο ζευγάρι, όχι σπάνιο, εξεζητημένο ή διαφορετικό. Ωραίο ζευγάρι, όπως εκείνα που κάνουν ευχάριστο τον χώρο από το φως που ρίχνει πάνω τους ο έρωτας και η αγάπη. Νοιάζονται ο ένας για τον άλλον, μοιράζονται βιώματα, τσακώνονται, διασκεδάζουν, αλλάζουν μέσα από την επαφή τους, συγκροτούν ένα κοινό βλέμμα πάνω στη ζωή. «Η σχέση μας βοήθησε να αποβάλουμε κρατήματα, μας απελευθέρωσε. Ο Ανδρέας είναι σαν γυαλί, είχε μια πολύ συγκεκριμένη άποψη για τη ζωή. Εμένα με έχει κάνει να ξεκολλήσω από πολλά πράγματα, να αποκτήσω αυτοπεποίθηση. Εγώ τον βοήθησα να μάθει να λέει όχι, επειδή δεν έλεγε. Στη Λάρισα έχουμε ένα σκουτεράκι. Είναι στην ουσία μια αναπηρική καρέκλα με ρόδες. Κάθεται ο Ανδρέας στη θέση και εγώ κάθομαι πάνω του. Ως θέαμα, μπορεί κάποιος να το γελάσει ή να το βρει χαριτωμένο. Κάποιοι μας σταματάνε και ζητάνε να βγάλουν μια φωτογραφία. Δε μας πειράζει. Παλιά, με ενδιάφερε πολύ η εικόνα μου. Τώρα, αφήνω τον εαυτό μου και το απολαμβάνω περισσότερο. Λέω στον εαυτό μου, δεν είσαι η Βασιλική με το νανισμό, είσαι η Βασιλική», εξηγεί.
Τα πράγματα είναι έτσι. Γοητευτικά απλά. Χωρίς παραμυθένιες εξιστορήσεις υπεραναπλήρωσης ή δραματοποιημένες αφηγήσεις που αφήνουν πόνο στο τραπέζι. Γι΄ αυτό, ίσως, δεν εφάπτονται στο αναχρονιστικό -παρότι ενεργό- καλούπι του «ανήμπορου» και «δυστυχισμένου» ανθρώπου ή του «γενναίου υπερήρωα». «Με κάλεσαν μια φορά σ΄ ένα μεσημεριανάδικο. Αρνήθηκα να πάω. Και τι δεν μου είπαν, για να με μεταπείσουν. Θα διαφημιστεί ο άνδρας σου, θα δώσεις κουράγιο και διάφορα τέτοια ανόητα. Και ποια είμαι εγώ, για να δώσω κουράγιο; Λες και είμαι καμία πριγκίπισσα με τέλεια ζωή. Μια άλλη φορά, έδωσα μια γραπτή συνέντευξη. Μου έλεγαν, εμείς θέλουμε να μάθουμε τι υπέστης. Τι υπέστην, ρε παιδιά; Ήμουν σ΄ ένα χωριό στο οποίο μεγάλωσα, πήγα σ΄ ένα γυμνάσιο, εντάξει, με κοίταξαν παράξενα τις πρώτες μέρες, μετά δεν είχα πρόβλημα. Το ίδιο και στο ΤΕΙ. Έπιασα δουλειά, αγαπήθηκα, ήρθε ο Ανδρέας στη ζωή μου. Θέλουν ένα δίπολο δυστυχίας ή απόλυτης ευτυχίας. Όχι, εγώ δεν θα το βγάλω αυτό», αναφέρει η Βασιλική. «Ούτε η μιζέρια ισχύει, ούτε η καθολικοποίηση των πετυχημένων παραδειγμάτων. Αν βρεις πέντε ανθρώπους που ασχολούνται με την Τέχνη, δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι με αναπηρία ξαφνικά έλυσαν τα προβλήματα τους και ότι αποδομήθηκαν τα στερεότυπα. Προφανώς υπάρχει πρόβλημα, το ξέρω κάθε φορά που πάω στο μετρό και έχει χαλάσει ο ανελκυστήρας, τι να λέμε; Γίνονται κάποια βήματα, αλλά έχουμε δρόμο ακόμη. Παιδεύτηκα πολύ στη σκέψη μου, για να καταλήξω ότι δεν με αφορά το πώς βλέπει ο άλλος την αναπηρία μου. Με αφορά πώς βλέπω εγώ τον εαυτό μου, πώς θα κάνω πράγματα που με γεμίζουν, πώς θα βοηθήσω κάποιον. Όλο τον κόσμο δε μπορείς να τον αλλάξεις, έναν άνθρωπο μπορείς», συμπληρώνει ο Ανδρέας.
Συζητήσαμε πολλή ώρα ανοιχτά και ακομπλεξάριστα για την Τέχνη και την καθημερινότητα, για την οικονομική κρίση που ρευστοποιεί τη ζωή, για τον ρατσισμό - ασχέτως αν αφορά πρόσφυγα ή τρανς γυναίκα, παχύσαρκο ή ψυχικά ασθενή, ανάπηρο ή οροθετικό. Για όλες αυτές της τυπολογίες ύπαρξης που μετατρέπονται σε παθολογικές κάτω από την αβάσταχτη τυραννία του «κανονικού», για τη σημασία που έχει να κατανοήσουμε ότι δεν υπάρχει «προσωπική τραγωδία», υπάρχει κοινωνική καταπίεση που βάζει φραγμό στην ανθρώπινη επιθυμία και εμποδίζει τη δυνατότητά μας να ζούμε όλοι και όλες μαζί, αγκαλιάζοντας το τραύμα που ο καθένας μας κουβαλάει σε διαφορετική μορφή. Στη Βασιλική αρέσει η πολυπολιτισμικότητα της Αθήνας, αλλά τη σοκάρουν ακόμη οι εικόνες αστέγων και ανθρώπων που ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό. Στον Ανδρέα λείπει η ηρεμία της Λάρισας. Ο Ανδρέας είναι λίγο πιο κυνικός. «Τα ίδια και τα γίδια», λέει, όταν η κουβέντα πάει στην προσβασιμότητα και τις διακρίσεις. Η Βασιλική είναι λίγο πιο αισιόδοξη. «Όλα ξεκινούν από την αγάπη», λέει. Ενδεχομένως, εκεί να καταλήγουν κιόλας.