Σπίτι τους ο δρόμος
Ο κ. Αθανάσιος Πλάτσικας είναι 59
ετών, σπούδασε στη σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων
στην Ελλάδα και πήρε υποτροφία στη Γαλλία. Μιλάει δύο γλώσσες και έχει εργαστεί και στην Ιταλία και στη
Γερμανία. Είναι περισσότερο από ένα
χρόνο στα συσσίτια, αφού το εστιατόριο που διατηρούσε δεν πήγαινε καλά και παρ΄ όλες τις προσπάθειες που έκανε για να
το αναστήσει δεν τα κατάφερε. Το μόνο
που κατάφερε ήταν να χρεωθεί. Λόγω προβλημάτων υγείας λάμβανε για δύο χρόνια μια αναπηρική σύνταξη
390 ευρώ, αλλά κόπηκε και αυτή, αφού το
ποσοστό αναπηρίας άλλαξε. Τώρα δεν έχει κανένα εισόδημα ούτε για τα βασικά, του έκοψαν το ρεύμα στο σπίτι
που έχει στα Κάτω Πατήσια και ζει στο
σκοτάδι.
Της Ηλιάνας Τσαγκάρη
Μέχρι «χθες» είχαν ένα σπιτικό.
Ένα πιάτο φαΐ στην κατσαρόλα. Ορισμένοι απ΄
αυτούς είχαν οικογένεια και παιδιά. Νοικοκυραίοι. Δούλευαν σκληρά, πλήρωναν με κόπο δάνεια, ενοίκια, χαράτσια.
Ίσα που τα έβγαζαν πέρα. Μετά, ήρθε η
ανεργία και τους χτύπησε την πόρτα. Έψαξαν με μανία για μία δουλειά. Οτιδήποτε θα μπορούσε να βάλει φαγητό
στο τραπέζι τους. Όμως, η κρίση δεν τους
άφησε πολλά περιθώρια. Μέρα με τη μέρα, ο αριθμός των ανέργων απολυμένων μεγάλωνε. Το ίδιο και αυτός
των ανέργων-πρώην αυτοαπασχολούμενων. Η
ελπίδα σιγά-σιγά έσβηνε και μαζί της και η αξιοπρέπειά τους. Τώρα πλέον το σπίτι τους
είναι ο δρόμος. Η «αφιλόξενη» Αθήνα.
Ακούμε σχεδόν καθημερινά για τη λίστα των αστέγων που μεγαλώνει.
Διαβάζουμε και στις εφημερίδες
ότι το «προφίλ» των νεοαστέγων άλλαξε. Είναι –λέει - πλέον άνθρωποι μορφωμένοι,
επιχειρηματίες που έπεσαν έξω. Ακόμη και
πρώην κάτοικοι των βορείων προαστίων θύματα μιας κρίσης που πετά στον δρόμο οικογενειάρχες, εξαθλιώνει
νοικοκυραίους. Σκοτώνει όνειρα νέων ανθρώπων. Ακούμε πολλά, αλλά δεν τα
βλέπουμε όλα. Η εικόνα της Αθήνας με ανθρώπους σωριασμένους καταγής, όπου να
ναι. κουλουριασμένους για να προστατευτούν
από το κρύο και τη βροχή, μας θλίβει, μας εξοργίζει.
Ζουν κάτω από γέφυρες, σε
εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, σε στοές, σε πιλοτές πολυκατοικιών, ακόμη και στα
νεκροταφεία. Οι πιο τυχεροί φιλοξενούνται στον ξενώνα της «Κλίμακας». Εκεί
βρέθηκα και εγώ πριν από μερικές ημέρες,
για να συναντήσω τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από τους αριθμούς. Τους είδα, αλλά δεν τόλμησα να τους
κοιτάξω στα μάτια. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας οι περισσότεροι, φοβισμένοι,
ντροπαλοί, δεν θέλησαν να δημοσιοποιηθούν
τα πρόσωπά τους. Δέχτηκαν να μου μιλήσουν ωστόσο. Μου είπαν τις ιστορίες τους. Πρόσωπα σκυφτά,
θλιμμένα, απογοητευμένα. Η απελπισία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Οργίστηκα.
Ντράπηκα. Ένιωσα μία γροθιά στο στομάχι. Ακούγοντας τις ιστορίες τους, κατάλαβα
πόσο «εύκολο» είναι να βρεθεί κανείς
σήμερα στη θέση αυτών των ανθρώπων. Δεν είναι «άλλοι». Είναι «σαν κι εμένα». Μα
φυσικά, αφού οι άστεγοι υπολογίζεται ότι πλέον έχουν ξεπεράσει τις 20.000...
Κύριος Ανδρέας: δεν σκέφτεσαι
τίποτα. Μόνο φοβάσαι αν θα επιβιώσεις
Ημέρα, Πέμπτη. Πήγα στο κέντρο
στήριξης αστέγων «Κλίμακα». Στην αυλή ενός διωρόφου κτιρίου στην Κωνσταντινουπόλεως,
κόσμος πολύς. Ήταν η ημέρα που οι άστεγοι κάνουν το μπάνιο τους. Τίποτε δεν με
προετοίμασε για την αλήθεια που θα
βίωνα. Περιμένοντας να μιλήσω με την κοινωνική λειτουργό της «Κλίμακας», την κ. Χασιώτη, συνάντησα τον
κ. Ανδρέα, 51 ετών, δούλευε στον Δήμο
Περιστεριού ως κηπουρός. Ένα ατύχημα τον σταμάτησε από τα καθήκοντά του και έπειτα η φωτιά που έκαψε
ολοσχερώς το σπίτι του τον οδήγησε στον
δρόμο. Ύστερα από κάποιο διάστημα περιπλάνησης στα νοσοκομεία, στους δρόμους και τα παγκάκια της
Αθήνας, εγκαταστάθηκε κάτω από τη γέφυρα
του Ρουφ. Τον ρώτησα αν μπορεί να θυμηθεί τις σκέψεις της πρώτης νύχτας. «Δεν σκέφτεσαι τίποτα. Μόνο
φοβάσαι. Φοβάσαι συνέχεια ότι κάτι θα
σου συμβεί ανά πάσα στιγμή. Σκέφτεσαι μόνο πώς θα επιβιώσεις, όχι πώς θα ζήσεις, αλλά πώς θα επιβιώσεις». Πήγαμε
μαζί στη γέφυρα του Ρουφ για να μου
δείξει το «σπίτι» του. Διαπίστωσα ότι δεν είναι μόνος. Μια μικρή γειτονιά από ανθρώπους ανήμπορους έχει
δημιουργηθεί εκεί. Κουβέρτες απλωμένες, γκαζάκια για το φως τους και
μικροαντικείμενα καθημερινής χρήσης. Στα
πιο ψηλά σημεία, στοιβαγμένη η περιουσία τους. Κάποιο ρούχα, πετσέτες και τα απομεινάρια μιας άλλης ζωής.
Φωτογραφίες και αντικείμενα. Όχι πολλά πράγματα, μόνο τα απαραίτητα. για να
είναι βολική η ενδεχόμενη μετακίνησή
τους. Ο κ. Ανδρέας και οι υπόλοιποι διάλεξαν αυτό το μέρος για να μείνουν, προκειμένου να είναι κοντά στο
κέντρο στήριξης αστέγων και να μπορούν να
εξυπηρετούν τις ανάγκες τους, πλύσιμο ρούχων, μπάνιο και φαγητό. «Δυστυχώς οι κλίνες είναι πλήρεις και
δεν μπορούμε να φιλοξενηθούμε στον
ξενώνα της «Κλίμακας», αλλά ούτε και κάπου αλλού. Λόγω πληρότητας, υπάρχει μεγάλη λίστα αναμονής»!
Επιστρέφουμε στην «Κλίμακα». Το σοκ από τις εικόνες είναι ισχυρό. Εκτός από
τους ανθρώπους που κάθονται εκεί στα
τραπεζάκια, σχεδόν κάθε λεπτό που περνάει έρχεται κόσμος για να ζητήσει τρόφιμα και ρούχα. Δεν το πιστεύω. Δεν
μπορώ να το πιστέψω.
Συναντώ την κοινωνική λειτουργό,
η οποία μου εξηγεί ότι οι άνθρωποι που πηγαίνουν εκεί δεν είναι πια μόνο οι
αλκοολικοί, οι ναρκομανείς, οι ψυχικά διαταραγμένοι
και άτομα με παραβατική και αποκλίνουσα συμπεριφορά στους δρόμους. Είναι οι «νεόπτωχοι», οι
«νεοάστεγοι». Άνθρωποι μορφωμένοι, οι οποίοι
λόγω της ανεργίας, της ανατροπής της ζωής τους, της εργασίας τους, των δανείων και των υποχρεώσεων που έχουν να
πληρώσουν δεν κατάφεραν να κρατήσουν τα
σπίτια τους.
Πατήρ Ανδρέας: «Δεν είναι λύση τα
συσσίτια. Ο κόσμος δουλειά θέλει»
Την επόμενη ημέρα πήγα πάλι στο
κέντρο της πόλης, στο συσσίτιο του Δήμου Αθηναίων που είναι στις 12 και της Εκκλησίας
στις 3. Πόσος κόσμος και λαός, δεν το
βάζετε με τον νου σας. Ο πατέρας Ανδρέας Λάμπρου με περιμένει. Στην ουρά είδα να στέκονται πρώην
επιχειρηματίες, αρχιτέκτονες, προγραμματιστές, άνθρωποι με άπειρα πτυχία για να
πάρουν ένα πιάτο φαΐ.
Νέοι. γέροι, μικρά παιδιά. «Δεν
έχετε δει τίποτα. Έχετε δει ποτέ παιδάκι να καίγονται τα χέρια του από το φαγητό που
δίνουμε και να μην το αφήνει κάτω, γιατί
αν του πέσει, ξέρει ότι δεν έχει άλλο; Έχετε δει μάνα που μόλις σαράντισε να έρχεται εδώ με το μωρό και
τον άνδρα της για συσσίτιο; Σ’ αυτό το ζευγάρι δώσαμε, αντί για δύο, τρεις
μερίδες, αλλά το παιδί τι θα φάει, γιουβαρλάκια; Δεν είναι η λύση τα συσσίτια.
Ο κόσμος δεν θέλει συσσίτια, δουλειά
θέλει», μου λέει ο πατήρ Ανδρέας. Την κουβέντα συμπληρώνει ο πατέρας Παναγιώτης:
«Δεν μπορεί να το χωρέσει ανθρώπου νους αυτό που γίνεται εδώ. Όλοι πιστεύουν
ότι αυτοί που έρχονται εδώ είναι περιθωριακοί... 0α σας πω όμως ένα περιστατικό
για να καταλάβετε. Μια μέρα εδώ στο συσσίτιο με πλησίασε κάποιος και δεν τον
γνώρισα. Μετά μου είπε ότι με είχε φωνάξει στον Φλοίσβο το 1997 για να του κάνω
αγιασμό στο σκάφος των 17
μέτρων που είχε. Μεγάλος και τρανός επιχειρηματίας. Και
είναι εδώ σχεδόν κάθε μέρα και παίρνει συσσίτιο... Έτσι όπως πάνε τα πράγματα
δεν είναι δύσκολο να βρεθείς σε αυτή την ουρά».
Κύριος Αθανάσιος Πλιάτσικας:
Υπήρξαν μέρες που τα εγγόνια μου έμειναν νηστικά»
Η ουρά ατελείωτη, το συσσίτιο
διαρκεί ώρες. Πλησιάζω έναν κύριο που κρατάει τρεις μερίδες. Ο κ. Αθανάσιος
Πλιάτσικας είναι 59 ετών, σπούδασε στη σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων στην
Ελλάδα και πήρε υποτροφία στη Γαλλία. Μιλάει δύο γλώσσες και έχει εργαστεί και
στην Ιταλία και στη Γερμανία. Είναι περισσότερο από ένα χρόνο στα συσσίτια,
αφού το εστιατόριο που διατηρούσε δεν πήγαινε καλά και παρ΄ όλες τις προσπάθειες
που έκανε για να το αναστήσει δεν τα κατάφερε. Το μόνο που κατάφερε ήταν να
χρεωθεί.
Λόγω προβλημάτων υγείας λάμβανε
για δύο χρόνια μια αναπηρική σύνταξη 390 ευρώ, αλλά κόπηκε και αυτή, αφού το
ποσοστό αναπηρίας άλλαξε. Τώρα δεν έχει
κανένα εισόδημα ούτε για τα βασικά, του έκοψαν το ρεύμα στο σπίτι που έχει στα Κάτω Πατήσια και ζει στο σκοτάδι. «Ζω
χωρίς ρεύμα και δεν μπορώ ούτε να κάνω
ένα μπάνιο εκεί. Για ζέστη, ούτε συζήτηση. Πηγαίνω σε φίλους και συγγενείς για τις προσωπικές μου ανάγκες.
Η ανεργία χτύπησε και τον έναν από τους
γιους μου. Η νύφη μου παίρνει 400 ευρώ και τα 300 τα δίνει για ενοίκιο. Παίρνω φαγητό από το συσσίτιο της
εκκλησίας και για τα εγγόνια μου. Τώρα
που ο κόσμος έχει αυξηθεί στα συσσίτια από τις 5 μερίδες που έπαιρνα μου τις έκαναν τρεις, ίσα - ίσα
για τα παιδιά και μερικές φορές δεν
παίρνω ούτε τόσες και γυρίζω σπίτι και η εγγόνα μου η Σπυριδούλα κοιτάζει τη σακούλα και μου λέει: «Πάλι με
άδεια χέρια ήρθες, παππού»; Υπήρξαν ημέρες που τα παιδιά έμειναν νηστικά.
Για μένα δεν με νοιάζει, αλλά δεν θέλω να πεινάνε τα εγγόνια μου».
Κυρία Γεωργία: «Δεν έχω να
πληρώσω ούτε την κηδεία του γιου μου»
Μια γυναίκα κάθεται σε μια άκρη.
Μόλις έχει πάρει τη σακούλα με το φαγητό της. Λίγο κρέας με ρύζι και ψωμί. Το ακουμπάει
στο πεζουλάκι δίπλα της. Το βλέμμα της
είναι χαμένο. Κοιτάζει, αλλά δεν βλέπει τίποτα. Την παρατηρώ να κλαίει συνέχεια, θέλω να την πλησιάσω, αλλά
ντρέπομαι. Τόσος πόνος. Πάω και κάθομαι
δίπλα της. Μου πιάνει το χέρι και με κοιτάζει μες στα μάτια. Παγωμένη, τη ρωτάω το όνομά της. «Γεωργία με
λένε». Προσπαθώ να της πιάσω την
κουβέντα μήπως και σταματήσει να κλαίει. Μάταιος κόπος. Μου μιλούσε με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. «Μένω στην Κοκκινιά
απέναντι από το εργοστάσιο Έλσα. Έχασα
τη δουλειά μου πριν από έναν χρόνο. Τότε ήταν άρρωστος και ο γιος μου. Μου ζήτησαν 18.000 ευρώ για να τον
χειρουργήσουν, αλλά εγώ δεν τα είχα και
η πρόνοια δεν κάλυπτε το ποσό. Έχασα το παλικάρι μου πριν από μία εβδομάδα. Ούτε την κηδεία δεν έχω
ξεπληρώσει. Ψάχνω μια δουλειά, γιατί ο
ιδιοκτήτης μου μού κάνει έξωση από το σπίτι, θα τρελαθώ, δεν ξέρω τι να κάνω. Η γειτονιά με ντύνει, τα παπούτσια μου
τρυπήσανε, τα πόδια μου είναι μούσκεμα».
Η ουρά τελειώνει σιγά-σιγά. Κάποιοι
όμως δεν απομακρύνονται, θα μείνουν εκεί
περιμένοντας το επόμενο συσσίτιο προκειμένου να συμπληρώσουν τις μερίδες που έχει ανάγκη η οικογένεια τους. «Μόλις
σκοτεινιάσει πηγαίνω και κρύβομαι στο νεκροταφείο. Εκεί δεν σε ενοχλεί κανείς».
Φεύγω. Περπατώντας στον δρόμο για
το σπίτι μου, συναντώ μια γιαγιά να προχωράει
αργά. Κουβαλάει διάφορα πράγματα. «Πού πας, γιαγιά, να σε βοηθήσω;». της λέω. «Όχι. παιδί μου.
ευχαριστώ. Πάω στο νεκροταφείο, εκεί μένω».
Μένω στήλη άλατος. «Είμαι μόνη μου. Δεν μου φτάνουν τα χρήματα για ενοίκιο και έτσι έμεινα στον δρόμο. Όμως από
παντού σε διώχνουν. Πήγα και εγώ και
κρύβομαι στο νεκροταφείο. Μόλις σκοτεινιάσει και κλείσουν οι πόρτες δεν σε ενοχλεί κανείς. Την ημέρα
κατεβαίνω εδώ για να πάρω το φαγητό μου.
Μετά γυρίζω στο νεκροταφείο και για να περάσει η ώρα μου περιποιούμαι τους τάφους αυτών που τους έχουν
ξεχάσει... Κάποιοι μου δίνουν και κάτι
για να ανάβω τα καντήλια. Γεια σου, Κορίτσι μου. Καλή τύχη να έχεις».
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα ακίνητη.
Το μυαλό μου προσπαθούσε να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που δέχτηκε. Αδύνατον. Τη
σκληρή πραγματικότητα άλλο να την ακούς
και άλλο να τη βλέπεις μπροστά σου. Όμως συμβαίνει. Και κάθε μέρα γίνεται χειρότερη, αφού εκατοντάδες
ελληνικές οικογένειες βυθίζονται στην
εξαθλίωση και η λίστα των νεόπτωχων και νεοαστέγων μεγαλώνει. Ο ρυθμός που αυξάνεται η φτώχεια είναι βίαιος,
όπως θα είναι και οι αντιδράσεις του
κόσμου αν συνεχιστεί...
Γιώργος Κουτσίδης: Σε λίγο δεν θα
αρκούν οι μερίδες στα συσσίτια για όλο τον κόσμο που πεινάει
Βγαίνω έξω, χρειάζομαι καθαρό
αέρα. Κατευθύνθηκα προς το σαλόνι. Εκεί βρήκα
τον Γιώργο Κουτσίδη, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, ο οποίος δέχτηκε να μου πει την ιστορία του. «Είμαι 41
χρόνων Δεν έχω κάνει κάτι κακό. Δεν
έκλεψα, ούτε σκότωσα. Είμαι άνεργος και μένω σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο. Έρχομαι εδώ κατά τη
διάρκεια της ημέρας για να καλύπτω τις
καθημερινές μου ανάγκες. Και για το φαγητό πηγαίνω στα συσσίτια της εκκλησίας. Είμαι από την Ήπειρο
και ήρθα στην Αθήνα για ένα καλύτερο
μέλλον. Δούλευα σε μια εταιρεία ως σεκιούριτι. Είχα τη ζωή μου και το σπίτι μου και όλα πήγαιναν καλά. Όταν
όμως βγήκαν οι νόμοι που
πληρώνουν τους νέους με πολύ λίγα
λεφτά με έδιωξαν. Έψαξα παντού. Πουθενά δουλειά.
Δύο-τρία μεροκάματα δεν είναι ικανά για να συντηρηθείς. Έχω κοιμηθεί στα παγκάκια του θησείου ουκ ολίγες
φορές. Με κλέψανε και μου πήραν τα
χαρτιά μου. Η αστυνομία δεν μου έδωσε καμία σημασία...». Μιλήσαμε για αρκετή ώρα με τον Γιώργο. Μου μίλησε για
τους φόβους του. «Όταν είσαι έξω δεν
σκέφτεσαι τίποτα. Δεν κάνεις τον απολογισμό της ζωής σου. Δεν προλαβαίνεις. Σκέφτεσαι την επιβίωση. Πού θα
φας και πού θα βρεις να μείνεις το
βράδυ. Αυτό που φοβάμαι είναι ότι μέρα με τη μέρα αυξάνονται οι άνθρωποι στα συσσίτια και σε λίγο δεν θα
φτάνουν. Θα έρθει κάποια στιγμή που δεν
θα μπορεί κανείς, ούτε η εκκλησία, να ανταποκριθεί στη φτώχεια του κόσμου. Προς το παρόν έχουμε φαγητό, κάνω τον
σταυρό μου να μην αρρωστήσω».
Κα Μαργαρίτα: Σας παρακαλώ, ένα
πακέτο μακαρόνια για να φάει η οικογένειά μου»
Μέσα στο κτίριο της «Κλίμακας»
μία εθελόντρια τρέχει πάνω κάτω συνέχεια. Μία κυρία στέκεται στην πόρτα με τα
μάτια χαμηλωμένα. Δεν μπορεί να κρύψει την
ντροπή της. «Σας παρακαλώ. εάν μπορείτε να μου δώσετε ένα πακέτο μακαρόνια, γιατί δεν έχω να δώσω κάτι στην
οικογένειά μου να φάει». Σοκάρομαι.
Προσπαθώ να παρακολουθήσω την εξέλιξη του διαλόγου, αλλά δεν θέλω να γίνω αδιάκριτη. Τώρα ντρέπομαι εγώ. Η
κοινωνική λειτουργός τής ζητά ευγενικά
να περιμένει. «Όσο θέλετε», απαντάει αυτή και συμπληρώνει «μπορείτε αν έχετε να μου δώσετε και ένα
παντελόνι γιατί κρυώνω». Την πλησιάζω
δειλά και τη ρωτώ εάν θέλει να μου μιλήσει. «Μαργαρίτα με λένε. Έχασα τη δουλειά μου και εγώ και ο άνδρας μου,
ενώ και η κόρη μου είναι άνεργη. Μας
έκαναν έξωση από το σπίτι και προς το παρόν μας φιλοξενεί η αδελφή μου, αλλά και αυτοί περνάνε δύσκολα.
Χθες δεν είχαμε τίποτα να φάμε. Δεν
άντεξα άλλο και ήρθα από τα Πατήσια εδώ. Λίγα μακαρόνια αν μου δώσουν, θα είμαι ευχαριστημένη».
Η κοινωνική λειτουργός που
στέκεται απέναντι μου κουνά με νόημα το
κεφάλι της. «Αυτή η εικόνα δεν συνηθίζεται όσος καιρός και αν περάσει». μου εξηγεί. «Τις
προάλλες ήρθε εδώ ένα άστεγο ζευγάρι με
ένα παιδάκι 8 μηνών. Κοιμούνται έξω στην Πλατεία Αμερικής. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα γι΄
αυτούς, όχι γιατί δεν θέλω, αλλά γιατί
δεν υπάρχει άλλος χώρος. Αυτό το ζευγάρι, λοιπόν, μαζί με το παιδί τους κοιμάται στον δρόμο. Και αν υποθέσουμε
ότι εξασφαλίζουν από τα συσσίτια ένα
πιάτο φαγητό, αναγκάζονται να λιώσουν την τροφή -αν γίνεται- για να μη μείνει νηστικό το βρέφος». Η πόρτα
ανοίγει και η κ. Χασιώτη κρατάει μια
τσάντα με τα απαραίτητα για την κ. Μαργαρίτα. Ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης και
ανακούφισης φωτίζει το σκυθρωπό πρόσωπό της, αφού για σήμερα τουλάχιστον εξασφάλισε φαγητό...
Καπετάν Σπύρος: «Το πρώτο βράδυ
“παγώνεις”. Δεν σκέφτεσαι τίποτα. Σιγά-σιγά, όμως, συνηθίζεις. Απίστευτο, όμως
το συνηθίζεις»
Βλέπω έναν κύριο πιο πέρα να
κάθεται και να κάνει λογαριασμούς. Τίποτα δεν ομολογεί πάνω του ότι είναι άστεγος. Τον
πλησιάζω. Ο κ. Σπύρος θέλει να μου
μιλήσει, αλλά δεν θέλει να φωτογραφηθεί. Ήταν καπετάνιος, πολλά χρόνια στα κύματα και στην αλμύρα. Είναι 61 ετών και
έμεινε άνεργος πριν από μερικά χρόνια,
γιατί στα καράβια θέλουν νέους με λίγα λεφτά. Αρχικά χρησιμοποίησε τις οικονομίες του για να κάνει
επιχείρηση. Δανείστηκε. Μετά τα χρέη
έγιναν πολλά, ήρθε και η κρίση και αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του.
«Βρέθηκα στον δρόμο Έψαχνα
δουλειά. Τίποτα. Τα χρήματα τελείωσαν
και έφτασα στα παγκάκια στο Ζάππειο. Το πρώτο βράδυ “παγώνεις". Δεν σκέφτεσαι τίποτα. Το μυαλό σταματάει γιατί
έχεις βρεθεί στο μηδέν. Τρελαίνεσαι. Πρέπει να περάσει πολύς καιρός για να
συνέλθεις ψυχολογικά. Είσαι στο κενό και
το μόνο που σκέφτεσαι είναι το επόμενο λεπτό. Έτρωγα το μεσημέρι και σκεφτόμουν πώς θα βρω να φάω το
βράδυ και πού θα κοιμηθώ. Και το κακό
είναι πως τελματώνεις, σκέφτεσαι μόνο για την επιβίωση και σιγά σιγά συνηθίζεις. Απίστευτο, κι όμως
συνηθίζεις». Αναστενάζει και συνεχίζει, «Μετά έμαθα από άλλους αστέγους πού
τρώνε και πού εξυπηρετούνται οι ανάγκες.
Ήρθα εδώ στην «Κλίμακα» και με βοήθησαν πάρα πολύ. Μου έβγαλαν βιβλιάριο απορίας και μου βρήκαν ξενώνα για να
μείνω. Ταυτόχρονα έψαχνα για δουλειά,
αλλά τίποτα.. Βοηθάω εθελοντικά εδώ, γιατί δεν μπορώ να κάθομαι, έμαθα να δουλεύω».
Ο κ. Σπύρος ελπίζει ακόμα. Του
λείπουν 20 μήνες ένσημα για να
συμπληρώσει και να πάρει σύνταξη και να πάψει να είναι άστεγος.
«Ό,τι δουλειά να ΄ναι», μου λέει,
«θα κάνω τα πάντα αν μπορεί κάποιος να
μου προσφέρει μια δουλειά».
Αυτό είναι το όνειρό του για το
μέλλον.
Πηγή: Περιοδικό «Crash»