Του Δημήτρη Κωνσταντάρα
Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, παραμονή της επετείου του Πολυτεχνείου του 2017, στις 10.30 το πρωί, δεν μπορώ να ξέρω πώς θα εξελιχθεί η κατάληψη του πολύπαθου Ανώτατου Ιδρύματος από τους «μπαχαλάκηδες» / αντιεξουσιαστές κι ούτε που ξέρω ποιους άλλους και η απόφασή τους να ματαιώσουν ( προς Θεού, όχι να «ακυρώσουν» όπως το είδα γραμμένο επιπόλαια ΚΑΙ σε εφημερίδες) τον παραδοσιακό εορτασμό.
Κακώς διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους όσοι διαμαρτύρονται για την απουσία Κράτους, την αδυναμία επέμβασης, την απραξία, την αδυναμία αλλαγής τετελεσμένων γεγονότων που επιβάλλουν ακταίες μειοψηφίες. Έχουν περάσει 44 χρόνια από το Νοέμβρη του 1973 και οι περισσότεροι – αν όχι όλοι- που ταμπουρώθηκαν στο Πολυτεχνείο και επιδιώκουν να πλαστογραφήσουν τη σύγχρονη Ελληνική ιστορία , όχι δεν τα έζησαν τα τραγικά γεγονότα αλλά δεν είχαν καν γεννηθεί. Δεν ξέρουν για τι μιλάμε. Δεν είδαν, δεν άκουσαν, δεν «μύρισαν» και δεν θέλησαν να μάθουν.
Αλλά το Πολυτεχνείο και η γύρω περιοχή είναι ένα ξέφραγο αμπέλι, παραδομένο στα γούστα, τις ακρότητες και την επιπολαιότητα κάποιων «ολίγων» εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η Ημέρα του Πολυτεχνείου έχει επιχειρηθεί σχεδόν από την αρχή να δυσφημιστεί και οι γιορταστικές εκδηλώσεις μνήμης έχει επιχειρηθεί να καταργηθούν, να διαγραφούν από τη μνήμη μας και να εξαφανιστούν από τον ιστορικό χάρτη σχεδόν από την αρχή με διάφορες δικαιολογίες και αιτιολογίες που ανάγονται σε πολιτικούς σχεδιασμούς και πολιτικάντικους στόχους απαξίωσης συμβόλων όπως δεν έχει γίνει σε κανένα άλλο ιστορικό γεγονός, όσο διχαστικό, όσο τεκμηριωμένο ή ατεκμηρίωτο, όσο διχαστικό κι αν ήταν.
Οι δυό –τρείς τελευταίες κυβερνήσεις έδειξαν μια πιο αποφασιστική τάση να περιθωριοποιήσουν τον εορτασμό της Ημέρας του Πολυτεχνείου και σιγά-σιγά, άρχισαν να «παραδίδουν» το χώρο του συμβολισμού ενός πολυδιεκδικούμενου αντιδικτατορικού αγώνα ενός λαού στα χέρια μιας περίεργης ομάδας από «φράξιες» που η κάθε μία είχε – και έχει- τους δικούς της στόχους, τη δική της λογική και τα δικά της επιχειρήματα. Το επίσημο Κράτος, η Πολιτεία, η εκάστοτε κυβέρνηση διαπίστωσε ότι δεν ήθελε να προσπαθήσει να «τα βγάλει πέρα» με τους εκάστοτε «μπαχαλάκηδες» και με την συμπεριφορά της, συνέβαλε στην παραχάραξη των ιστορικών γεγονότων. Η τελευταία – η σημερινή- κυβέρνηση το παράκανε. Και ζούμε τώρα τα αποτελέσματα ενός κακού, εμφανούς και πρόχειρου σχεδιασμού που οδηγεί το Νοέμβρη του 1973, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τις ιστορικές μνήμες στη λήθη.
Διαφωνώ κάθετα. Μπορεί να ΜΗΝ ΗΜΟΥΝ μέσα στο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη του 1973, μπορεί να μην ήμουν – από μικροαστικό φόβο- ενεργός αντιστασιακός αλλά ποτέ μου δεν συντάχθηκα με την 21η Απριλίου και τις διάφορες «προδοσίες» που αναμφισβήτητα συνέβησαν αλλά έζησα από κοντά όλα τα γεγονότα. Έξω απ΄ το Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στους Δρόμους, στο Πανεπιστήμιο, στην εφημερίδα όπου είχα αρχίσει να εργάζομαι ( δεν έχει σημασία σε ποια, όλες τα ΙΔΙΑ έγραφαν) και την ελεγχόμενη δημοσιογραφία τη γλυτώσαμε – όσο ήταν δυνατόν- μόνο όσοι είχαμε ειδίκευση το Διεθνές Ρεπορτάζ, το λεγόμενο «Εξωτερικό Δελτίο» που μας εφοδίαζε καθημερινά με πληθώρα διεθνών γεγονότων όπως ο πόλεμος στο Βιετνάμ, ο Νίξον, το Σκάιλαμπ, η μαζική είσοδος ευρωπαικών κρατών στην ΕΟΚ, η Χιλή και η ανατροπή του Αλλιέντε από τον Πινοσέτ, η επιστροφή του Περόν στην Αργεντινή, ο «Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ» στη Μέση Ανατολή, τα διαστημικά προγράμματα «Πάιονιρ» των ΗΠΑ και «Σογιούζ» της Σοβ. Ένωσης.
Δεν ξέρω πού θα οδηγήσει αυτή η προσπάθεια – με την ανοχή του Κράτους- για παραχάραξη της ιστορίας. Αλλά η γενιά μου, αυτή η γενιά που σήμερα έχει «ασπρίσει» και έχει διαγράψει το μεγαλύτερο κομμάτι του κύκλου της και οδηγείται με τη βία στην «έξοδο» δεν σκοπεύει να παραιτηθεί. Κι εμείς μπορεί να μην έχουμε καλάσνικωφ, μολότοφ και 45ντάρια, έχουμε όμως ψυχή, καρδιά και μνήμη.