Άρθρο του Παναγιώτη Κουρουμπλή στην Εφημερίδα των Συντακτών
Μεταρρύθμιση ή απορρύθμιση;
Μεταρρύθμιση ή απορρύθμιση;
Κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης έχει επίκεντρο την
αναβάθμιση, την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα του επιχειρούμενου στόχου.
Η σημερινή πρωτοβουλία της κυβέρνησης και της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου
Υγείας, με τον τρόπο που επιχειρείται, σίγουρα δεν προδιαθέτει θετικά.
Αντίθετα, δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι η αλλαγή στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα
Υγείας υπηρετεί μόνο μνημονιακές δεσμεύσεις και δημοσιονομικούς στόχους. Η
πρωτοβάθμια φροντίδα αποτελεί το πραγματικό βάθρο πάνω στο οποίο μπορεί να
οικοδομηθεί ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας με προοπτική, με έλεγχο και αυτοέλεγχο,
με αυστηρά ποιοτικά κριτήρια και μακροπρόθεσμα οικονομικά αποτελέσματα που
μπορούν να υποστηρίξουν την επιβίωση και ανάπτυξή του.
Όταν επιχειρείς να χτίσεις την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας
χωρίς έναν πραγματικό και πιστοποιημένο υγειονομικό χάρτη, που θα προσδιορίζει
τουλάχιστον κατά υγειονομική περιφέρεια τα επιδημιολογικά και δημογραφικά
χαρακτηριστικά, θα συνυπολογίζει τα γεωγραφικά και συγκοινωνιακά δεδομένα, τις
οικονομικές και ιδίως τις κοινωνικές παραμέτρους και θα επιτρέπει την
αξιολόγηση δομών και προσώπων, είναι βέβαιο ότι επιχειρείς στο κενό. Όταν
επιχειρείς να δομήσεις μια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας χωρίς να ορίσεις το
κόστος λειτουργίας της με βάση τα ως άνω, προκειμένου να περιγράψεις την
αναγκαία στελέχωση και τις απαραίτητες δομές ανά ποσοστό πληθυσμού, τότε η
πρότασή σου στερείται στοιχειώδη αξιοπιστία. Είναι προφανές ότι ακόμα και οι
καλές προθέσεις δεν επαρκούν, αν απουσιάζει η επαφή με την πραγματικότητα.
Τέλος, ένα νέο σύστημα που δεν λαμβάνει υπόψη στον σχεδιασμό
του τη νέα, τραγική πραγματικότητα που αφορά τα 3 εκατομμύρια νεοανασφάλιστους
συμπολίτες μας, είναι ένα σύστημα εγκληματικά ελλειμματικό. Όταν καταθέτεις ένα
σχέδιο νόμου χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις, χωρίς να ορίζεις το μοντέλο, τη
στελέχωση και τις αναγκαίες υποδομές, που θα ήταν αποτέλεσμα και του
υγειονομικού χάρτη αλλά και της οικονομικής σου δυνατότητας, τότε είναι βέβαιο
ότι πλέεις αμέριμνος στα αχαρτογράφητα νερά της εξελισσόμενης ανθρωπιστικής
κρίσης με πυξίδα τις ιδιοτελείς απαιτήσεις των δανειστών.
Με τη σημερινή κατάσταση της πρωτοβάθμιας φροντίδας, όπως
έχει μορφοποιηθεί, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί κανείς να είναι ικανοποιημένος.
Ωστόσο, το υφιστάμενο πλαίσιο διέπει τις ζωές 6.000 γιατρών και χιλιάδων ακόμα
λοιπού προσωπικού, για τους οποίους απαιτείται να υπάρξει ένα μεταβατικό
στάδιο, προκειμένου όσοι θέλουν να αποχωρήσουν με αξιοπρέπεια. Άλλωστε, οι
μεταρρυθμίσεις που πέτυχαν πάντοτε λάμβαναν υπόψη τις εκάστοτε πραγματικές
συνθήκες. Η υποτιθέμενη μεταρρυθμιστική προσπάθεια θα μπορούσε να έχει προβλέψει
μια ικανοποιητική μεταβατική περίοδο, κατά την οποία οι υπάρχοντες γιατροί
καθίστανται πλήρους απασχόλησης και, αφού διακοπεί η σύμβαση του κράτους με το
ιδιωτικό τους ιατρείο και αφού κριθούν από τα αρμόδια όργανα του ΕΣΥ και
υποχρεωθούν να εκτελούν στον χώρο του ΕΣΥ όλες τις ιατρικές πράξεις που
προβλέπει η ειδικότητά τους, τότε εφόσον το επιθυμούν περνούν στο καθεστώς της
πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης με την ίδια διαβάθμιση που προβλέπει το
ΕΣΥ.
Μια τέτοια πρόβλεψη δεν εξυπηρετεί μόνο το ως άνω ιατρικό
και λοιπό δυναμικό, αλλά και την ίδια τη μεταρρύθμιση, αφού εξασφαλίζει ότι το
σύστημα θα στελεχώνεται από επαρκές και έμπειρο προσωπικό μέχρι να
προετοιμαστούν τα νέα ιατρικά στελέχη πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.
Επίσης, η ανωτέρω μεταβατική διάταξη θα αναγνωρίζει την προσφορά των γιατρών
που επί δεκαετίες υπηρετούν την ΠΦΥ σε όλη την επικράτεια. Άλλωστε ακόμη και σε
πρόσφατη ημερίδα του υπουργείου Υγείας και της Task Force επισημάνθηκε, όπως
και στην έκθεση Σουλιώτη, ότι η επιχειρούμενη αλλαγή στην ΠΦΥ πρέπει να
περιέχει επιμέρους βήματα και μεταβατικές διατάξεις, γιατί σε όσα κράτη έχει
επιχειρηθεί, όπως στη Γερμανία, η εφαρμογή της ολοκληρώθηκε σε διάστημα
δεκαετίας. Η απευθείας υπαγωγή των γιατρών σε καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής
απασχόλησης αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση επείγεται μάλλον να ικανοποιήσει τις
απαιτήσεις της τρόικας για αναγκαστικές απολύσεις, παρά να εξασφαλίσει την
εύρυθμη λειτουργία ενός νέου πρωτοβάθμιου συστήματος υγείας.
Μια σύγχρονη και αναγκαία μεταρρύθμιση στον χώρο της
Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας απαιτεί μια συνολικότερη προσέγγιση, που θα
υπακούει στον σωστό σχεδιασμό, θα υποστηρίζεται επιστημονικά και οικονομικά, θα
είναι προϊόν διαλόγου που θα εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, θα
προβλέπει μηχανισμούς πρόληψης και θα εμπεριέχει διαδικασίες μέτρησης ποιοτικών
και οικονομικών αποτελεσμάτων. Ακόμη μια προϋπόθεση για την επιτυχή υλοποίησή
της είναι και η ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας.
Το ζήτημα μιας Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Φροντίδας που θα θέτει
το βάρος στην πρόληψη και θα διέπεται από υψηλά ποιοτικά πρότυπα, δεν μπορεί
κατά την άποψή μου να έχει ως επίδικο το διοικητικό ζήτημα. Το σημαντικό είναι
το σύστημα να είναι ενιαίο και δημόσιο. Ομως το πιο κρίσιμο ερώτημα που πρέπει
να απαντηθεί όσον αφορά την επιχειρούμενη μεταρρύθμιση είναι ποια είναι η
πολιτική προτεραιότητα που θα εξασφαλίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις
υλοποίησής της.
Η στόχευση της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης
γίνεται φανερή από το πρώτο άρθρο του σχεδίου νόμου, όπου αναφέρεται ότι «το
κράτος μεριμνά και εγγυάται την παροχή υπηρεσιών υγείας». Ο ιδρυτικός νόμος του
Εθνικού Συστήματος Υγείας το 1983 έλεγε ότι το κράτος «έχει την ευθύνη» για την
υγεία των πολιτών. Η διατύπωση αυτή αντικαταστάθηκε επί κυβέρνησης Μητσοτάκη με
τη λέξη «μεριμνά», αλλά το ΠΑΣΟΚ το 1994 αποκατέστησε τη λέξη «ευθύνη». Σήμερα
επανέρχεται ο ανώδυνος όρος «μέριμνα». Η εμμονή σε αυτή την ορολογία προδίδει
και την ιδεολογική αντίληψη της κυβέρνησης. Αποδεσμευμένη από την ευθύνη για
την υγεία των πολιτών, θα είναι πλέον ελεύθερη να ικανοποιεί πρωτίστως τις
επιδιώξεις της τρόικας για συρρίκνωση του Δημοσίου, μετακυλίοντας στον ιδιωτικό
τομέα την υποχρέωσή της για παροχή υπηρεσιών υγείας με όρους αγοράς και
επιπρόσθετη, βεβαίως, επιβάρυνση των ασθενών. Μιλάμε λοιπόν για μεταρρύθμιση ή
για απορρύθμιση;
Ημερ. Δημοσίευσης: 5.2.2014