Όσον αφορά την πρόσβαση των
ατόμων με αναπηρία ή (ακόμα χειρότερα) με ψυχική ή διανοητική διαταραχή, όπως
τονίζει η Μαρία Μουσμούτη, εκτελεστική διευθύντρια του Κέντρου Ευρωπαϊκού
Συνταγματικού Δικαίου, η ικανότητα για δικαιοπραξία συνδέεται με το γεγονός της
αναπηρίας -και όχι με την πραγματική ικανότητα λήψης αποφάσεων του ατόμου- ή με
τη διαταραχή, μια καθαρή δηλαδή διάκριση.
Των Άντας Ψαρρά, Γιάννη Μπασκάκη.
Ίσως το κρισιμότερο ανθρώπινο δικαίωμα
που απορρέει και κατοχυρώνεται σε ένα κράτος δικαίου είναι αυτό των πολιτών να
προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη. Συνταγματικά κατοχυρωμένη και στην Ελλάδα η παροχή
έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, τα οποία λειτουργούν στο πλαίσιο ενός
συστήματος απονομής δικαιοσύνης που οφείλει να υπηρετεί τις γενικές αρχές του
κράτους δικαίου διασφαλίζοντας όλα τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Δυστυχώς
όμως στη χώρα μας, ενώ νομικά κατοχυρώνεται σε κάποιο βαθμό αυτό το δικαίωμα,
ειδικά για τις πλέον ευάλωτες κατηγορίες πολιτών, στην πράξη διευρύνονται
συνεχώς οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, ενώ τα εμπόδια που
αντιμετωπίζουν οι ομάδες του πληθυσμού και ειδικά οι φτωχοί καθιστούν την
πρόσβασή τους στη Δικαιοσύνη από δύσκολη έως αδύνατη.
Από τα σημαντικότερα προβλήματα
είναι η τεράστια καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τα
στοιχεία των Έλενας Μάρκου και Μαρίας Βουτσινού, ειδικών επιστημόνων στον
Συνήγορο του Πολίτη, το 2013 εκκρεμούσαν στα ελληνικά δικαστήρια πάνω από
1.100.000 υποθέσεις, με μέσο όρο αναμονής της έκδοσης απόφασης 4-8 μήνες και με
έναν μάλλον αυξανόμενο αλλά απροσδιόριστο αριθμό ανεκτέλεστων αποφάσεων που προσιδιάζει
σε αρνησιδικία. Μάλιστα το 2012 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
είχε αποφανθεί ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για τη
χρονική διάρκεια της δίκης περισσότερες από 400 φορές. Το ποσοστό αυτό
μεταφράζεται σε 48% του συνόλου των καταδικών της χώρας, όταν ο ευρωπαϊκός
μέσος όρος είναι 26%, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί στην τέταρτη θέση μεταξύ
του συνόλου των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης που συστηματικά και
κατ΄ επανάληψη παραβιάζουν τη λογική διάρκεια μιας δίκης. Για τις καταδίκες
αυτές η Ελλάδα έπρεπε να πληρώσει περίπου 8.500.000 ευρώ. Κι ενώ με τον νόμο
4055/2012 εισήχθησαν αλλαγές για την εύλογη διάρκεια μιας δίκης, με
τον ίδιο νόμο αλλά και με άλλα νομοθετήματα, μέσα στην οικονομική κρίση,
αυξήθηκε το κόστος της πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, στη λογική του φιλτραρίσματος
μέσω της αποθάρρυνσης των πολιτών να στρέφονται στα δικαστήρια.
Οι οικονομικά αδύναμοι.
Η συνέπεια είναι να αφαιρείται το δικαίωμα
πρόσβασης στη Δικαιοσύνη από τους οικονομικά αδύναμους. Ενδεικτική είναι η
απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων σχετικά με τη θέσπιση υποχρεωτικής
καταβολής παραβόλου 200 ευρώ για την έφεση - «καθαρά εισπρακτικό μέτρο» και
αντισυνταγματικό καθώς στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του
πληθυσμού την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.
Όσον αφορά τους αλλοδαπούς μετανάστες και
πρόσφυγες, τα θύματα των εγκληματικών πράξεων που δεν έχουν νομιμοποιητικά
έγγραφα ουσιαστικά δεν έχουν και πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, αφού μόλις
εμφανιστούν στις αρχές θα κρατηθούν προς απέλαση, παρά την πρόσφατη ρύθμιση για
την προστασία θυμάτων (που έγινε με ΚΥΑ και όχι με νόμο), αφού στην πράξη
εμφανίζονται σειρά από εμπόδια, όπως ότι ο μετανάστης-θύμα θα πρέπει να έχει
δικηγόρο. Σύμφωνα με την Κλειώ Παπαπαντολέων, αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ένωσης
για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σημαντικό ζήτημα για την πρόσβαση των αλλοδαπών
στη Δικαιοσύνη είναι η απουσία διερμηνείας ενώπιον των αστυνομικών αρχών και
γενικότερα προτού η υπόθεση φτάσει στις δικαστικές αίθουσες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι στην
τηλεφωνική γραμμή για την αντιμετώπιση κρουσμάτων ρατσιστικής βίας δεν υπάρχουν
καθόλου διερμηνείς(!), ενώ στην υπόθεση του Φαρμακονησίου προέκυψε ότι κατά τη λήψη
καταθέσεων των παθόντων από τα λιμενικά όργανα στη Λέρο οι διερμηνείς δεν
γνώριζαν επαρκώς την ελληνική γλώσσα αλλά ούτε και τη γλώσσα των θυμάτων, κι
όμως οι συγκεκριμένες καταθέσεις ελήφθησαν υπόψη από τον εισαγγελέα ως
αξιόπιστες.
Σημειώνεται ότι ελάχιστα
παραμένουν τα θύματα που προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη και ιδίως όσον αφορά
εγκλήματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική ελευθερία (βιασμοί, τράφικινγκ,
αποπλανήσεις ανηλίκων κτλ.), όπου μεταξύ άλλων φοβούνται τη διπλή θυματοποίηση
και δεν αντέχουν την ψυχολογική εκκρεμότητα μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τον Απόστολο Καψάλη, ερευνητή του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, πολύ λίγες
είναι και οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί με βάση το άρθρο 323Α του Ποινικού
Κώδικα που προστατεύει τα θύματα του εργασιακού τράφικινγκ, με γνωστότερη την
υπόθεση της Μανωλάδας, ενώ όσον αφορά τα εγκλήματα μίσους, όπως σημειώνει η
Ξένια Χρυσοχόου, καθηγήτρια στο Πάντειο, δεν καταγράφονται από την αστυνομία τα
κίνητρα των δραστών, αλλά μόνο το αποτέλεσμα της εγκληματικής πράξης με ό,τι
αυτό συνεπάγεται για τη δικαστική απόφαση.
Τα ομοφοβικά
εγκλήματα εναντίον των LGBT ατόμων έχουν πολλαπλασιαστεί, ενώ επικρατεί κλίμα
ατιμωρησίας, με τους δράστες να μην οδηγούνται στο εδώλιο. Όπως εξηγεί ο
δικηγόρος Βαγγέλης Μάλλιος, 10 χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου για τις
διακρίσεις (3304/2005) δεν υπάρχει ούτε μία υπόθεση διάκρισης λόγω σεξουαλικού
προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων.
Στο «Χυτήριο».
Πρόσφατο παράδειγμα,
η υπόθεση της παράστασης «Corpus Cristi» στο «Χυτήριο», όπου όχι μόνο δεν
ασκήθηκε ποινική δίωξη για όσους εμπόδισαν βιαιοπραγώντας και προσβάλλοντας
καθημερινά τους συντελεστές του έργου, αλλά η Δικαιοσύνη στράφηκε και κατά των
συντελεστών κατηγορώντας τους για βλασφημία.
Τέλος, όσον αφορά
την πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία ή (ακόμα χειρότερα) με ψυχική ή διανοητική
διαταραχή, όπως τονίζει η Μαρία Μουσμούτη, εκτελεστική διευθύντρια του Κέντρου
Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, η ικανότητα για δικαιοπραξία συνδέεται με το
γεγονός της αναπηρίας -και όχι με την πραγματική ικανότητα λήψης αποφάσεων του
ατόμου- ή με τη διαταραχή, μια καθαρή δηλαδή διάκριση.
Είναι χαρακτηριστικό
ότι την πενταετία 2007-2011 το 97,15% των αποφάσεων του Πρωτοδικείου της Αθήνας
αφορούσε την υπαγωγή σε πλήρη, ολική στερητική δικαστική συμπαράσταση, δηλαδή
τα πρόσωπα κηρύχθηκαν ανίκανα να εκπροσωπήσουν τον εαυτό τους στο δικαστήριο
προκειμένου να εκπροσωπηθούν από άλλο πρόσωπο.
Πηγή: «Η εφημερίδα των συντακτών»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου