Του Δημήτρη Κωνσταντάρα
Ένα άγνωστο – μέχρι σήμερα- κείμενο που
δημοσίευσε το 1980 στη Μελβούρνη, στην ομογενειακή εφημερίδα «Νέος Κόσμος» ο
κορυφαίος Έλληνας συνθέτης και πνευματικός άνθρωπος Μάνος Χατζιδάκις και που
βρήκα αναδημοσιευμένο στο fimotro.blogspot.gr ( και μπράβο
τους για την αναδημοσίευση) , με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από το
θάνατο του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, διανοούμενου και ποιητή, μπορεί – ΑΝ
διαβαστεί μαζικά από την πολιτική και πνευματική μας ηγεσία και τους Έλληνες
πολίτες- «κάπου» να μας οδηγήσει.
Σ αυτή τη δύσμοιρη χώρα μας που πορεύεται σαν
πλοίο σε καταιγίδα όχι χωρίς καπετάνιο αλλά με ΠΟΛΛΟΥΣ καπετάνιους, μέσα κι έξω
από το καράβι, δεν υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σπουδαίοι διανοητές. Κι αυτοί που
υπάρχουν, απλώς… απέχουν. Γι αυτό και μας λείπει – τις περισσότερες στιγμές – η
έμπνευση.
Είναι δυνατόν ΕΝΑ κείμενο να μας ξαναφέρει τη
χαμένη μας έμπνευση, τη χαμένη μας πίστη στη φυλή μας, τη χαμένη μας εκτίμηση
στην ιστορία μας; Ίσως όχι. Μπορεί ωστόσο να είναι μια καλή αρχή. Μια στροφή
στις καλές και υγιείς δυνάμεις αυτού του τόπου που θαυματούργησαν δημιουργώντας
παγκόσμια «ρεύματα», θα μας κρατήσει μακριά από τη σημερινή κατάσταση
καθημερινής φτήνειας, καταστροφής των αξιών και ανάδειξης του εφήμερου «τίποτα»
ως …σταθερής αξίας. Και θα μας επιτρέψει να θυμηθούμε , να μάθουμε, να
καταλάβουμε ποιοι είμαστε και τι μπορούμε να κάνουμε.
Γράφει –μεταξύ άλλων- ο Χατζιδάκις: « Α δ ι α φ ο
ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι' όχι εγώ.
Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ' αυτό που μας διασκεδάζει και
μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας. Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ
αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους
εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους
συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα
καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.
Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του '25, στην Ξάνθη τη
διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους
μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη
και ο πατέρας μου απ' την Κρήτη. Με φέραν το '31 στην Αθήνα απ' όπου έλαβα την
Αττική παιδεία - όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία. Είμαι
λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ' την στιγμή
που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις
δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις.
Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν
χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο
και ύπουλα μ' απομάκρυναν απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ,
να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την
κατοχή - σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς
δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.
Ταξίδεψα πολύ. Κ' αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ
πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα
αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι
ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου
για τους αλλοδαπούς.
To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή
χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τριάμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα
να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω. Εξόφλησα τα χρέη μου το '72 κι'
επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο».
Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων
και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που
αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε
να κλείσω το «Πολύτροπο», μ' ένα παθητικό περίπου πάλι των τριάμιση
εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.
Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό,
γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε
ολόκληρο τον τόπο.
Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου
είναι:
Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Ε π ι θ υ μ ώ να
έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» - πού λένε - κάθε
εργασία που δεν με σέβεται. Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην
αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και
καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη
δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.»
Μάνος Χατζιδάκις. Όσο τον ανακαλύπτουμε, τόσο περισσότερο
μας λείπει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου