Παρασκευή, σουρούπωνε και ήμουν στο γραφείο μου στο Δήμο για το τελευταίο ραντεβού. Μια γιαγιά ήθελε να μου μιλήσει σαν Αντιδήμαρχο αλλά και σαν δικηγόρο για μια μπλεγμένη υπόθεση νομικά και κοινωνικά, για μια δύσκολη κατάσταση που την έχει αφήσει να ζει μόνη με την εγγονή της, μια μαμά πρώρα νικημένη από τον καρκίνο και τη γραφειοκρατία στον ΟΓΑ να’χει κολλήσει κάτι συνταξιοδοτικά τους θέματα αφήνοντας τους πενιχρά εισοδήματα, με την Κοινωνική Υπηρεσία του Ιλίου και το Χαμόγελο του Παιδιού να καλούνται να καλύψουν όλες αυτές τις ανεπάρκειες όπως μπορούν, σεβόμενοι πάντα τη ζωή και την αξιοπρέπεια καθενός…
Όμως μαζί με τη γιαγιά, που την είχα ξανασυναντήσει, ήρθε και η εγγονή, η μικρή Άννα. «Δε μ’αφήνει μόνη γιατί φοβάται πως δε θα ξαναγυρίσω κοντά της όπως συνέβη και με τη μητέρα της», μου εξήγησε η γιαγιά.
Και μετά τις σοβαρές χαμηλόφωνες συζητήσεις των μεγάλων, ήρθε η ώρα να συζητήσω σοβαρά και ιδιαιτέρως και με την επτάχρονη Άννα. Δεν ήθελα να ενισχύω τις υποψίες της ότι πάντα όλοι κάτι συζητούν γι’αυτήν χωρίς αυτήν. Γιατί να ξαναμπεί η μικρή στο τριπάκι να προσπαθεί να κρυφακούσει κάποια λέξη που να ταιριάζει στο δρομολόϊ της ζωής της; Αφού η ζωή, κάποιοι συγγενείς, τα δικαστήρια, οι καταστάσεις, της έμαθαν πως κάποια παιδιά παύουν πρόωρα να νιώθουν παιδιά, γιατί να την υποτιμήσω εγώ;
Και στο τέλος της συζήτησης, έκλεψα μαζί μ’ένα φιλί και την άδεια της μικρής δεσποινίδας να σας μεταφέρω κομμάτια από το διάλογο μας. Αν θέλετε να μας ακούσετε, βασικά την Άννα να ακούσετε γιατί εγώ είχα μείνει άναυδος και δε μιλούσα και πολύ, διαβάστε παρακάτω:
«…Ο Θεός είναι άδικος μαζί μου, γιατί τα άλλα παιδιά έχουν μανούλα ενώ εκείνος μου πήρε τη δική μου».
«Ξέρεις κι εγώ τα σκεφτόμουν αυτά για τον Θεό απ’όταν γεννήθηκα. Τώρα που με κοιτάς καταλαβαίνεις ότι δεν βλέπω. Έτσι γεννήθηκα, τυφλός. Και αναρωτιόμουν γιατί ο Θεός με έκανε να μη μπορώ να βλέπω τα χρώματα και τις φωτογραφίες και να παίζω κυνηγητό με τους φίλους μου. Όμως αργότερα κατάλαβα πως ο Θεός κάπου σου στέλνει ένα πρόβλημα και κάπου αλλού σου έχει τη λύση. Εγώ δε βλέπω αλλά έχω αναπτύξει περισσότερο από πολλούς άλλους τις αισθήσεις μου, έχω δυνατότερη όσφρηση, γνωρίζω όσους μου μιλούν όχι απ’τα πρόσωπα αλλά απ’τη φωνή».
«Ναι, ο Θεός δεν κάνει ποτέ λάθη. Και που δε βλέπεις δεν είναι λάθος, σωστό θα’ναι αλλά δεν καταλαβαίνουμε πάντα το Θεό στις κινήσεις του. Ο Θεός αγαπά μέχρι και τους κακούς για όσο προσπαθούν να γίνουν καλοί και αν δε γίνουν ποτέ δεν πάνε να τον βρουν στον Παράδεισο».
«…Εγώ όταν μεγαλώσω δε θέλω πάντως να γίνω Δήμαρχος ούτε Αντιδήμαρχος ούτε τίποτα απ’αυτά. Δε μ’αρέσει γιατί κάθεστε όλη μέρα στην καρέκλα σ’ένα γραφείο με τηλέφωνα και δεν κάνετε τίποτε άλλο, ενώ εγώ θέλω να’μαι έξω, να γνωρίζω καινούρια μέρη, να πηγαίνω παντού. Μ’αρέσουν όλα τα μέρη, όλη η Ελλάδα, κι ας μην έχω πάει παντού, θα πάω μια μέρα όμως».
«Μα κι εγώ δεν είμαι όλη μέρα κλεισμένος σ’αυτό το γραφείο, απλά έχω κάποιες ώρες για να συναντώ ανθρώπους εδώ και να συζητάμε όπως εμείς. Και ο Δήμαρχος από τα τηλέφωνα οργανώνει τους συνεργάτες του για να φτιάχνουν τους
δρόμους και τα πεζοδρόμια, να καθαρίζουν την πόλη, να φυτεύουν δέντρα, και φεύγει συνέχεια απ’το γραφείο του και τρέχει να δει αν όλοι ακολουθούν σωστά τις οδηγίες του. Τις ώρες που έχεις εσύ σχολείο κι εγώ δεν είμαι πάντα εδώ, είμαι έξω και κάνω συνεργασίες και ασχολούμαι με προβλήματα φτωχών, ασθενών, αναπήρων. Αν όμως μάθεις ποτέ ότι έχω σταματήσει να είμαι έξω κοντά στον κόσμο να ακούω προβλήματα και να δουλεύω και μένω μόνο στην καρέκλα και στα τηλέφωνα, τότε να μη με έχεις φίλο σου, δεν θα το αξίζω και θα’ναι στ’ αλήθεια βαριά τιμωρία για μένα να χάσω φίλους όπως εσύ».
«Όχι εσύ είσαι φίλος μου γιατί έχεις έρθει και σχολείο μου και στο Χαμόγελο του Παιδιού που έχει εκεί παιδάκια που στεναχωριέται η ψυχή τους. Αλλά άλλοι που είναι συνέχεια στην τηλεόραση και λένε μπούρδες και δεν κάνουν τίποτε άλλο δε θα γίνουν φίλοι μου ποτέ»…
Η Άννα έχει κάποιους συγγενείς και στην Τρίπολη, πηγαίνει που και που. Της είπα κι εγώ για τους φίλους μου εκεί.
«Εγώ μένω σ’ένα σπίτι κοντά στην Παναγίτσα μετά τη σήραγγα του Αρτεμισίου».
«Α! Ξέρεις και τη σήραγγα»;
«Ναι αμέ την ξέρω. Ξέρω και τα διόδια που έχει εκεί αλλά είναι βλακεία. Όλο λεφτά δίνουμε εκεί και αυτοί δε μας δίνουν ποτέ τίποτα πίσω».
«Μας λένε ότι με τα λεφτά από τα διόδια φτιάχνουν τους δρόμους», της είπα, πιο πολύ για να μην την απογοητεύσω απόλυτα και να της χρυσώσω το χάπι για την Ελλάδα μας που μας τη μεταμόρφωσαν σε τέρας που μας αφαιμάζει όλους. Αλλά… «Πώς να κρυφτείς απ’τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα» έχει πει ο Σαββόπουλος.
«Σιγά, δίνουν λίγα εκεί να φτιάξουν τους δρόμους και τα πολλά τα κρατάνε αυτοί που τα μαζεύουν», μου είπε και σίγουρα δεν τις έφταιγαν οι υπάλληλοι αλλά αυτοί που τα μαζεύουν πραγματικά. Και συνέχισε: «Και ποιους δρόμους φτιάχνουν; Δίνουμε λεφτά όλοι και εκείνοι φτιάχνουν λίγους δρόμους, το δρόμο μπροστά απ’το σπίτι σου τον έχουνε φτιάξει ας πούμε»;
«Έλα ντε», μουρμούρισα. Αν είχε ταυτότητα θα της τη ζητούσα επιτόπου να επιβεβαιώσω ότι είναι 7 χρονών!
Τη συζήτηση με την Άννα την ευχαριστήθηκα πολύ. Πόσους παπάδες Κυριακές και Κυριακές έχουμε πασχίσει μα δεν τους έχουμε καταλάβει και η Άννα μου μίλησε για το Θεό. Και έκανε και την καλύτερη πολιτική τοποθέτηση που έχω ακούσει εδώ και καιρό, στα δεκαπέντε της θα στοχοποιεί ξεκάθαρα και σταράτα το σύστημα, τις παθογένειες της παγκοσμιοποίησης, τους ενόχους που της τρώνε το χαρτζιλίκι στα διόδια και ξεπουλάνε το μέλλον και τα όνειρα της…
Ψάξτε κι εσείς γύρω σας μήπως στην τάξη, στην πολυκατοικία, στη γειτονιά, στο πάρκο, σε μια παρέα, συναντήσετε μια Άννα και συζητήστε λίγο μαζί της. Δεν αξίζει τον κόπο;;;
Όμως μαζί με τη γιαγιά, που την είχα ξανασυναντήσει, ήρθε και η εγγονή, η μικρή Άννα. «Δε μ’αφήνει μόνη γιατί φοβάται πως δε θα ξαναγυρίσω κοντά της όπως συνέβη και με τη μητέρα της», μου εξήγησε η γιαγιά.
Και μετά τις σοβαρές χαμηλόφωνες συζητήσεις των μεγάλων, ήρθε η ώρα να συζητήσω σοβαρά και ιδιαιτέρως και με την επτάχρονη Άννα. Δεν ήθελα να ενισχύω τις υποψίες της ότι πάντα όλοι κάτι συζητούν γι’αυτήν χωρίς αυτήν. Γιατί να ξαναμπεί η μικρή στο τριπάκι να προσπαθεί να κρυφακούσει κάποια λέξη που να ταιριάζει στο δρομολόϊ της ζωής της; Αφού η ζωή, κάποιοι συγγενείς, τα δικαστήρια, οι καταστάσεις, της έμαθαν πως κάποια παιδιά παύουν πρόωρα να νιώθουν παιδιά, γιατί να την υποτιμήσω εγώ;
Και στο τέλος της συζήτησης, έκλεψα μαζί μ’ένα φιλί και την άδεια της μικρής δεσποινίδας να σας μεταφέρω κομμάτια από το διάλογο μας. Αν θέλετε να μας ακούσετε, βασικά την Άννα να ακούσετε γιατί εγώ είχα μείνει άναυδος και δε μιλούσα και πολύ, διαβάστε παρακάτω:
«…Ο Θεός είναι άδικος μαζί μου, γιατί τα άλλα παιδιά έχουν μανούλα ενώ εκείνος μου πήρε τη δική μου».
«Ξέρεις κι εγώ τα σκεφτόμουν αυτά για τον Θεό απ’όταν γεννήθηκα. Τώρα που με κοιτάς καταλαβαίνεις ότι δεν βλέπω. Έτσι γεννήθηκα, τυφλός. Και αναρωτιόμουν γιατί ο Θεός με έκανε να μη μπορώ να βλέπω τα χρώματα και τις φωτογραφίες και να παίζω κυνηγητό με τους φίλους μου. Όμως αργότερα κατάλαβα πως ο Θεός κάπου σου στέλνει ένα πρόβλημα και κάπου αλλού σου έχει τη λύση. Εγώ δε βλέπω αλλά έχω αναπτύξει περισσότερο από πολλούς άλλους τις αισθήσεις μου, έχω δυνατότερη όσφρηση, γνωρίζω όσους μου μιλούν όχι απ’τα πρόσωπα αλλά απ’τη φωνή».
«Ναι, ο Θεός δεν κάνει ποτέ λάθη. Και που δε βλέπεις δεν είναι λάθος, σωστό θα’ναι αλλά δεν καταλαβαίνουμε πάντα το Θεό στις κινήσεις του. Ο Θεός αγαπά μέχρι και τους κακούς για όσο προσπαθούν να γίνουν καλοί και αν δε γίνουν ποτέ δεν πάνε να τον βρουν στον Παράδεισο».
«…Εγώ όταν μεγαλώσω δε θέλω πάντως να γίνω Δήμαρχος ούτε Αντιδήμαρχος ούτε τίποτα απ’αυτά. Δε μ’αρέσει γιατί κάθεστε όλη μέρα στην καρέκλα σ’ένα γραφείο με τηλέφωνα και δεν κάνετε τίποτε άλλο, ενώ εγώ θέλω να’μαι έξω, να γνωρίζω καινούρια μέρη, να πηγαίνω παντού. Μ’αρέσουν όλα τα μέρη, όλη η Ελλάδα, κι ας μην έχω πάει παντού, θα πάω μια μέρα όμως».
«Μα κι εγώ δεν είμαι όλη μέρα κλεισμένος σ’αυτό το γραφείο, απλά έχω κάποιες ώρες για να συναντώ ανθρώπους εδώ και να συζητάμε όπως εμείς. Και ο Δήμαρχος από τα τηλέφωνα οργανώνει τους συνεργάτες του για να φτιάχνουν τους
δρόμους και τα πεζοδρόμια, να καθαρίζουν την πόλη, να φυτεύουν δέντρα, και φεύγει συνέχεια απ’το γραφείο του και τρέχει να δει αν όλοι ακολουθούν σωστά τις οδηγίες του. Τις ώρες που έχεις εσύ σχολείο κι εγώ δεν είμαι πάντα εδώ, είμαι έξω και κάνω συνεργασίες και ασχολούμαι με προβλήματα φτωχών, ασθενών, αναπήρων. Αν όμως μάθεις ποτέ ότι έχω σταματήσει να είμαι έξω κοντά στον κόσμο να ακούω προβλήματα και να δουλεύω και μένω μόνο στην καρέκλα και στα τηλέφωνα, τότε να μη με έχεις φίλο σου, δεν θα το αξίζω και θα’ναι στ’ αλήθεια βαριά τιμωρία για μένα να χάσω φίλους όπως εσύ».
«Όχι εσύ είσαι φίλος μου γιατί έχεις έρθει και σχολείο μου και στο Χαμόγελο του Παιδιού που έχει εκεί παιδάκια που στεναχωριέται η ψυχή τους. Αλλά άλλοι που είναι συνέχεια στην τηλεόραση και λένε μπούρδες και δεν κάνουν τίποτε άλλο δε θα γίνουν φίλοι μου ποτέ»…
Η Άννα έχει κάποιους συγγενείς και στην Τρίπολη, πηγαίνει που και που. Της είπα κι εγώ για τους φίλους μου εκεί.
«Εγώ μένω σ’ένα σπίτι κοντά στην Παναγίτσα μετά τη σήραγγα του Αρτεμισίου».
«Α! Ξέρεις και τη σήραγγα»;
«Ναι αμέ την ξέρω. Ξέρω και τα διόδια που έχει εκεί αλλά είναι βλακεία. Όλο λεφτά δίνουμε εκεί και αυτοί δε μας δίνουν ποτέ τίποτα πίσω».
«Μας λένε ότι με τα λεφτά από τα διόδια φτιάχνουν τους δρόμους», της είπα, πιο πολύ για να μην την απογοητεύσω απόλυτα και να της χρυσώσω το χάπι για την Ελλάδα μας που μας τη μεταμόρφωσαν σε τέρας που μας αφαιμάζει όλους. Αλλά… «Πώς να κρυφτείς απ’τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα» έχει πει ο Σαββόπουλος.
«Σιγά, δίνουν λίγα εκεί να φτιάξουν τους δρόμους και τα πολλά τα κρατάνε αυτοί που τα μαζεύουν», μου είπε και σίγουρα δεν τις έφταιγαν οι υπάλληλοι αλλά αυτοί που τα μαζεύουν πραγματικά. Και συνέχισε: «Και ποιους δρόμους φτιάχνουν; Δίνουμε λεφτά όλοι και εκείνοι φτιάχνουν λίγους δρόμους, το δρόμο μπροστά απ’το σπίτι σου τον έχουνε φτιάξει ας πούμε»;
«Έλα ντε», μουρμούρισα. Αν είχε ταυτότητα θα της τη ζητούσα επιτόπου να επιβεβαιώσω ότι είναι 7 χρονών!
Τη συζήτηση με την Άννα την ευχαριστήθηκα πολύ. Πόσους παπάδες Κυριακές και Κυριακές έχουμε πασχίσει μα δεν τους έχουμε καταλάβει και η Άννα μου μίλησε για το Θεό. Και έκανε και την καλύτερη πολιτική τοποθέτηση που έχω ακούσει εδώ και καιρό, στα δεκαπέντε της θα στοχοποιεί ξεκάθαρα και σταράτα το σύστημα, τις παθογένειες της παγκοσμιοποίησης, τους ενόχους που της τρώνε το χαρτζιλίκι στα διόδια και ξεπουλάνε το μέλλον και τα όνειρα της…
Ψάξτε κι εσείς γύρω σας μήπως στην τάξη, στην πολυκατοικία, στη γειτονιά, στο πάρκο, σε μια παρέα, συναντήσετε μια Άννα και συζητήστε λίγο μαζί της. Δεν αξίζει τον κόπο;;;
Η κάθε Άννα, που σίγουρα υπάρχει γύρω μας, περιμένει να την πλησιάσουμε και να την ακούσουμε με σοβαρότητα - όπως έκανες εσύ, Βαγγέλη - για να μιλήσει στην καρδιά μας, για να δει τον κόσμο γύρω της "με άλλα μάτια"....
ΑπάντησηΔιαγραφή